Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

Μην είναι ο κάμπος, τα βουνά…

Πάντα το ήξερα ότι είμαι μια χωριάτισσα ντιπ κατά ντιπ.
Όχι τόσο επειδή γεννήθηκα σε χωριό και έζησα εκεί μέχρι τα δώδεκα {όχι και τόσα πολλά μπροστά στον…πάνω από μισό αιώνα που ζω} αλλά γιατί πάντα λαχταρούσα να ζήσω στο χωριό, γιατί λάτρευα τον τρόπο ζωής της υπαίθρου.
Κρυφό μου Όνειρο και λαχτάρα λοιπόν να επιστρέψω κάποτε στον τόπο που με γέννησε, που έπαιξα τα πρώτα μου παιχνίδια -σε μια εποχή που εμείς τα παιδιά φτωχών οικογενειών δεν είχαμε κανένα παιχνίδι, και δεν μπορούσαμε καν να ονειρευτούμε πως θα αποκτήσουμε ποτέ- κι όμως… εμείς χορτάσαμε παιχνίδι.
Παίζαμε με το τίποτα! Παίζαμε με το χώμα…με τις πέτρες… με παλιοκουρελα που μόνα μας φτιάχναμε τα κορίτσια κάτι που έμοιαζαν με κούκλες.
Παίζαμε μεταξύ μας, και κατάκοπα γυρνούσαμε στο σπίτι, και πέφταμε με τα μούτρα να φάμε τη φέτα το ψωμί πασαλειμμένο με ζάχαρη και λάδι, και στις τυχερές μας μέρες με λίγη θρεψινη.
Χαμένη στο ρομαντισμό μου εγώ, και κρατώντας τις αναμνήσεις ζωντανές ονειρευόμουν την επιστροφή.
Και επέστρεψα!!!
Όταν πλησίαζε ο καιρός, και μετά στις αρχές… περίεργες σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό μου.
Λες να συμβαίνει αυτό επειδή…κοντεύει η ώρα μου να τελειώσουν η μέρες μου στη γη… και η μοίρα θέλει να βρίσκομαι εκεί που μου χαρίστηκε η ζωή…εκεί και να μου αφαιρεθεί; ξέρω εγώ; μπορεί ο χάρος να βαριέται τα ταξίδια, και με ήθελε εδώ.
Και γιατί βρε χαζή να μην συμβαίνει το αντίθετο;
Γιατί να μην η καλή σου μοίρα σε φέρνει πίσω για να ζήσεις ευτυχισμένη χαρούμενη και ελεύθερη επιτέλους;
Ναι αυτό είναι!!!
Να μαι λοιπόν εδώ, να ζω όπως ήθελα πάντα να ζω.
Απλά, ήρεμα, γλυκά, κοντά σε ανθρώπους που γνωρίζω από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκα, εδώ που με ξέρουν και οι πέτρες και φωνάζουν το όνομα μου, που βγαίνω στην εξώπορτα και ακούω άπειρες καλημέρες, καλημέρες με αγάπη, με χαμόγελο, και αληθινή ζεστασιά.
Εδώ που πριν καν φτιάξω τον δικό μου μπαχτσέ – αυτό ονειρεύομαι και όπου να ναι κοντεύει ο καιρός, τον άλλο μήνα θα φυτέψω τα πρώτα μου φυτά…- δεν έχω πάει στον μανάβη γιατί η μια γειτόνισσα μου φέρνει μαρούλια η άλλη κουνουπίδια και μπρόκολα, λάχανα η άλλη.
Εδώ που έρχεται το πρωί ο γαλατάς και μου φέρνει γάλα που έχει τη γεύση και τη μυρωδιά που πρέπει να έχει το γάλα, και που μόλις άρμεξε από της αγελάδες, και που σήμερα έφτιαξα το πρώτο σπιτικό μου γιαούρτι.
Τώρα συνειδητοποιώ πόσο δυστυχισμένη και στερημένη ήταν η ζωή μου στην πόλη.
Πόσο μόνη μου έζησα με την παρουσία ανθρώπων βιαστικών αγχωμένων ανθρώπων που ποτέ δεν προλαβαίνουν όσο κι αν τρέχουν, ανθρώπων που η ταχύτητα τους έκανε ψυχρούς και απόμακρους, ψεύτικους και δήθεν.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑΣ
Στο παραμύθι όλα τέλειωσαν καλά. Η Σταχτοπούτα βρήκε το πριγκιπόπουλο κι’ έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Σταχτοπούτες υπήρξαν πολλές, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του παράξενου πλανήτη.
Η μάνα της Ματθλίδης, ήταν μια απ’ αυτές. Ορφάνεψε στα οκτώ της από μάνα και πατέρα. Την μάζεψαν κάποιοι θείοι της και την είχαν δουλάκι.
Είχε και μιά αδελφούλα, μικρότερη, απ’ αυτές που είχαν καλλίτερη τύχη. Την έβαλαν στο ορφανοτροφείο, που δεν ήταν βέβαια ότι καλύτερο, αλλά τουλάχιστον δεν την ξυλοφόρτωναν καθημερινά, όπως τη μεγάλη.
Ελένη τα’ όνομά της και Ναυσικά της μικρότερης. Η Ελένη έπλενε, σιδέρωνε, ζύμωνε ψωμί, και το βράδυ αποκαμωμένη διάβαζε γιά το σχολείο. Η θεία της, είχε άλλα δυό παιδιά, αγόρια. Τον Αργύρη και τον Σωτήρη. Στούρνοι και οι δυό τους, στα γράμματα, σ’ αντίθεση με τη μικρή Ελένη, που είχε μεγάλη έφεση στη μάθηση. Η θεία της η κυρά Κατίνα, ζήλευε την ανιψιά της και της έσβηνε το φως για να μη διαβάζει. « Πρέπει να κάνουμε οικονομία, δεν μας τρέχουν », έλεγε. Η μικρή άναβε ένα κερί για να διαβάσει.
Πόσες φορές δεν την έπιανε το παράπονο, κι έκλαιγε πικρά! Της έλειπε η μάνα της. Τον πατέρα της δεν τον καλοθυμόταν, γιατί είχε φύγει νωρίτερα.
Η Ελένη με χίλια βάσανα, τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο, έμαθε γραφομηχανή, κι άρχισε να ψάχνει για δουλειά, για να γλιτώσει απ’ τη μέγαιρα τη θεία της, και τον ακαμάτη τον θείο της. Με τον Αργύρη και τον Σωτήρη είχε καλές σχέσεις. Τα’ αγόρια πάντα της φύλαγαν κάποιο κομμάτι πίτα η γλυκό. Παίζανε και μαζί και η Ελένη τους βοήθαγε στα μαθήματα.
Η Ελένη στα δεκαοκτώ της ήταν λυγερόκορμη, ψηλή με ροδαλά χρώματα, και καστανά μαλλιά, Πολλοί την καλοκοίταγαν, αλά εκείνη δεν ένοιωσε τίποτα, ποτέ, για κανέναν. Μέχρι τα είκοσι της χρόνια, έμεινε στης θείας της και δούλευε σαν γραμματέας σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, μ’ ένα μικρό μισθό, που η θεία της είχε την απαίτηση να της παίρνει τον μισό και παραπάνω για τη φιλοξενία που της πρόσφερε, όπως έλεγε. Τα’ αγόρια έγιναν το ένα επιπλοποιός και το άλλο ηλεκτρολόγος. Η Ελένη ήταν η μορφωμένη, κι από μέσα της ένοιωθε μια κρυφή ικανοποίηση που τα είχε καταφέρει.

Έψαχνε πάντως για κάτι καλλίτερο, που θα της επέτρεπε να νοικιάσει ένα δωμάτιο με κουζίνα, και να ζήσει μόνη της. Η Ναυσικά, η αδελφή της, είχε μεγαλώσει κι αυτή και δούλευε εσωτερική σε κάποιο σπίτι στην Αθήνα σε δυο ηλικιωμένους. Ήταν διαφορετική από την Ελένη. Δεν πήγε στο γυμνάσιο, της άρεσαν τα λούσα και επειδή δεν είχε χρήματα, είχε αρχίσει να ψιλοράβει και να σκαρώνει διάφορα φουστανάκια από τσίτι. Ήταν πιο κοντή απ την Ελένη, αλλά είχε υπέροχο σώμα κι ένα πρόσωπο Θεάς.
Είχαν περάσει δυο χρόνια που η Ελένη δούλευε στο δικηγορικό γραφείο και με την αδελφή της βλεπόντουσαν μια δυό φορές το χρόνο. Είχε δυό τρεις φίλες που έκανε παρέα. Η μία η Αλεξάνδρα είχε αρραβωνιαστεί μ’ ένα κτηνίατρο 20 χρόνια μεγαλύτερό της. Αυτή λοιπόν πληροφόρησε μια μέρα την Ελένη πως η Κτηνιατρική Υπηρεσία Ιωαννίνων ζήταγε δακτυλογράφο. Η Ελένη δεν έχασε καιρό. Πήγε αμέσως και την πήραν, γιατί τους άρεσε το σοβαρό της ύφος και ήταν και καλή δακτυλογράφος. Εκεί έμελλε να γνωρίσει τον πρίγκιπά της. Μάνο τον έλεγαν. Ήταν γοητευτικός, μόλις είχε έλθει απ το Παρίσι, όπου είχε σπουδάσει Κτηνιατρική με κρατική υποτροφία. Φερόταν με γαλατική ευγένεια στην Ελένη και της πρόσφερε κουλουράκια. Η Ελένη μαθημένη στις βρισιές και την κακομεταχείριση, μια ζωή ,ένοιωθε να κοκκινίζει κάθε φορά που της μιλούσε. Ήταν και πολύ ντροπαλή. Αλλά από δω την είχε ο Μάνος από κει την είχε, κουλούρι πάνω στο κουλούρι, τον ερωτεύτηκε, την ερωτεύτηκε κι αυτός, κι αποφάσισαν να παντρευτούν.
Η θεία της η Κατίνα, έσκασε από τη ζήλια της. Κοίτα το δουλάκι, έλεγε, παντρεύεται επιστήμονα σπουδαγμένο και στο Παρίσι. Τα δικά μου τα χαμένα, έγιναν απλοί τεχνίτες. Η κυρά Κατίνα δεν μπόρεσε να το χωνέψει αυτό. Ο Μάνος και η Ελένη παντρεύτηκαν, και έφυγαν για την Άρτα όπου πήρε μετάθεση ο αγαπημένος της. Νοίκιασαν ένα παλιό διώροφο σπίτι, που ήταν ιατρείο και κατοικία. Ήταν λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί κι η φτώχεια θέριζε τον κοσμάκη. Η Ελένη πούλησε στους μαυραγορίτες τα κοσμήματα που είχε από τη μάνα της για πέντε οκάδες λάδι. Ήταν μεγάλης αξίας γιατί η καταγωγή της βάσταγε από πλούσιο σοι τσιφλικάδων. Καρφίτσα με διαμάντια σαν στραγάλια, δαχτυλίδια και χρυσές αλυσίδες. Τα περισσότερα τα πήραν οι Γερμανοί φεύγοντας. Νιόπαντροι ακόμα, πέρασαν όλους τους τρόμους της Γερμανικής μπότας, μα κάποτε τσακίστηκαν κι έφυγαν αφήνοντας πίσω τους φτώχεια, πείνα και νεκρούς.
Της Ελένης είχαν αρχίσει να πειράζονται τα νεύρα της. Είχε εφιάλτες και ξύπναγε ουρλιάζοντας. Ο Μάνος την έπαιρνε στην αγκαλιά του, τη φιλούσε, τη χάιδευε, μέχρι που γαλήνευε.
1946. Η γέννηση της Ματθλίδης.

Η Ελένη είχε μείνει έγκυος. Δεν τόθελε το παιδί, γιατί οι εποχές ήταν δύσκολες. Έκανε από μόνη της προσπάθειες να το ρίξει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι βελόνες προσπάθησε να βάλει μέσα της, για να το κομματιάσει, αλλά το έμβρυο μαζευόταν και οι βελόνες δεν εύρισκαν το στόχο τους. Το τι βάρη σήκωσε η Ελένη, μπας και αποβάλλει, αλλά πάλι τίποτα. Η Ματθίλδη είχε κολλήσει και ήταν αποφασισμένη να ζήσει.
Έτσι κάποιο πρωινό του Μάη γεννήθηκε το μωρό της Ελένης. Η μικρή βρέθηκε ξαφνικά, μετά τη ζεστασιά της κοιλιάς της μάνας της σ’ ένα εχθρικό και κρύο περιβάλλον. Η πρώτη της αντίδραση, ήταν μια δυνατή τσιρίκλα, για να δείξει τη δυσαρέσκειά της. Κανείς δεν της έδωσε σημασία. Την έπλυναν άγαρμπα και μετά την τύλιξαν με σκληρά σφιχτά πανιά. Καινούργιες τσιρίκλες, διαρκείας, τέτοιες που άρχισε να κοκκινίζει και να μπλαβίζει, απ’ την προσπάθεια. Την βάλανε να πιει γάλα απ τη μάνα της. Ρούφηξε λίγο κι αποκαμωμένη κοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε σιγουρεύτηκε ότι τίποτα δεν της άρεσε σ’ αυτόν τον κόσμο. Καμιά τρυφεράδα, κανένα χάδι. Ο Μάνος κι η Ελένη την κοίταζαν μη ξέροντας τι να την κάνουν. Την έπαιρναν αγκαλιά, τσίριζε, την άφηναν κάτω πάλι τσίριζε μ’ όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια της. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Η Ματθίλδη ήθελε να γυρίσει πίσω, εκεί που ήταν, αλλά αυτό δεν γινόταν. Άρχισε να μην τρώει. Έπινε λίγο γάλα και το έκανε εμετό. Μετά από λίγους μήνες έπαθε αδενίτιδα. Τη σκαπούλαρε και πάλι αφού βέβαια ο μπαμπάς της είχε κάνει κόσκινο το τρυφερό κολαράκι της από τις ενέσεις.
Στα ενάμιση της χρόνια η Ματθίλδη περπάταγε, μίλαγε, καταλάβαινε τα πάντα. Τότε άλλαξε και τα’ όνομά της.
Πως σε λένε χρυσό μου; Τη ρώτησε κάποια κυρία. Η μικρή την κοίταξε στα μάτια κι απάντησε « Ματού ». Ματθίλδη διόρθωσε η μαμά. Ματού επέμενε εκείνη. Τελικά επέβαλε τα’ όνομα που ήθελε για τον εαυτό της.

Αδύνατο κοριτσάκι, με διαπεραστικά μάτια και προικισμένο με γερά πνευμόνια για να μπορεί να τσιρίζει όποτε της κάπνιζε και δεν της άρεσε κάτι. Η Ελένη από πολύ νωρίς την άφηνε στον κήπο να παίζει μόνη της. Είχε ένα ξυλάκι και σκάλιζε αδιάκοπα να βρει, κι αυτή δεν ήξερε τι. Λουλούδια και φυτά δεν υπήρχαν, παρά μια κακομοιριασμένη ροδιά κι’ ένα χαμόδεντρο σε κάποια εσοχή του τοίχου. Στη μέση του κήπου, ήταν ένα χαλασμένο τετράγωνο χτίσμα με σκεπή από κεραμίδια που χρησίμευε για πλυντήριο. Της Ματού της άρεσε η μυρωδιά των καμένων ξύλων, που χρησιμοποιούσαν για να ζεστάνουν το νερό, και αισθανόταν κάποια ζεστασιά. Το εμπρός μέρος του κήπου έβλεπε στο δρόμο κι εκεί έφερναν τα άρρωστα ζώα για να τα εξετάσει ο μπαμπάς. Εκεί ξεγεννούσε και κάποιες φοράδες η αγελάδες φορώντας μακριά γάντια που έκαναν μεγάλη εντύπωση στη Ματού. Ήταν σωστή γιορτή για τη μικρή Ματού, όποτε είχαν γεννητούρια. Καθόταν και χάζευε αμίλητη. Επίσης χοροπήδαγε απ τη χαρά της όποτε ερχόταν η κυρά Δημητρούλα κι έβαζαν μπουγάδα στο πλυσταριό. Η φωτιά έδινε κάποια ζωή στο ρημαγμένο κήπο που η μικρή περνούσε τον περισσότερο καιρό. Άσε που η καλή αυτή γυναίκα της έφτιαχνε κάθε φορά κι ένα καρότσι με κάποιο κουτί που τόσερνε μ’ ένα σπάγκο. Η Ελένη της είχε και κάτι κούκλες από διάφορα πανάκια. Είχαν μόνο ένα στρογγυλό κεφάλι και γύρω γύρω κρεμόταν το ύφασμα. Η Ματού τις εύρισκε πολύ ωραίες και τις σεργιάναγε με το κουτί που ήταν κι αυτό τέλειο καρότσι. Κούκλα αληθινή απέκτησε πολύ αργότερα. Της έμεινε για πάντα στη μνήμη η πρώτη κούκλα που είδε στη βιτρίνα κάποιου μαγαζιού. Ήταν μεγάλη, είχε χέρια πόδια, μάτια και ωραία μαλλιά.
Μόλις η κούκλα μπήκε στο οπτικό πεδίο της η Ματού άρχισε να την ζητάει. Έλεγε της μάνας της, της άπλωνε τα χέρια και της έλεγε « έλα πάρε με Ματού ». Η Ελένη φυσικά δεν είχε φράγκο για τέτοιες πολυτέλειες, κι η κούκλα στοίχιζε ένα μισθό του πατέρα της. Η Ματού ακάθεκτη τη ζήταγε και μιά μέρα κυλίστηκε κάτω ουρλιάζοντας. « Θέλω την κούκλαααα ». Η Ελένη ντροπιασμένη για την κακότροπη κόρη της άστραψε μερικά χαστούκια που κάνανε την κατάσταση χειρότερη. « Τη θέλωωωω » τσίριζε. Τότε τις έφαγε για τα καλά. Την πήγε σέρνοντας στο σπίτι και την ξαπόστειλε στον περίφημο κήπο. Η Ματού γεμάτη οργή, ξέσπασε σε κάτι σκουλήκια που τα έκοψε κομμάτια και τα κοίταζε χωρίς οίκτο να κινούνται έστω και τεμαχισμένα. Αυτό της έγινε προσφιλής συνήθεια, να ξεσπάει στα σκουλήκια και να τα χαζεύει.
Ένα από τα δράματα της Ματού ήταν όταν ξύπναγε και δεν εύρισκε τη μάνα στο σπίτι. Ο πατέρας ήταν επιστρατευμένος τότε κι ερχόταν μια φορά τη βδομάδα. Η Ελένη πήγαινε για ψώνια στην αγορά και κλείδωνε τη μικρή. Ήταν δεν ήταν δυόμισι χρονών. Φοβισμένη ότι την είχε εγκαταλείψει, η μαμά, κουτρουβαλούσε τις σκάλες κι έκλαιγε γοερά, πίσω απ την εξώπορτα. Οι γείτονες τη λυπόντουσαν και την καθησύχαζαν απ έξω ότι θάρθει η μαμά. Κάποια μέρα μια απ’ αυτές έπιασε την Ελένη και της είπε : « Μην αφήνεις το παιδί μόνο του, θα σκάσει καμιά μέρα απ το κλάμα ». Η επέμβαση έπιασε τόπο και έκτοτε η Ματού με τα’ αδύνατα αλλά γερά ποδαράκια, και με μια μικρή γαλάζια τσάντα στα χέρια, πήγαινε κι αυτή στην αγορά. Ψώνιζε κιόλας, πότε ένα κολοκυθάκι, πότε μια πατάτα, που τάβαζε πανευτυχής στην τσαντούλα της. Πόσο λίγα πράγματα θέλει ένα παιδί για να χαρεί. Η δική μας σταχτοπούτα, φρόντιζε η κόρη της να είναι καθαρή και να τρώει. Ατέλειωτα παραμύθια για να φάει μια μπουκιά. Μέχρι το καμπαναριό της εκκλησίας ανέβηκαν μια φορά για να φάει μια κρέμα. Η Ματού δεν πείναγε ποτέ, κι έφερνε την Ελένη σ’ απόγνωση, ώστε στο τέλος την έδερνε. Το ξύλο ήταν καθημερινό. « Άστη νηστική να πεινάσει » τη συμβούλεψαν οι φίλες. Την άφησε μιάμιση μέρα χωρίς φαΐ και κάποια στιγμή ακούστηκε η πολυπόθητη λέξη. « Πεινάω ». έτρεξε η Ελένη να της χώσει μια σούπα. Η Ματού κατάπιε δυό κουταλιές κι ανακοίνωσε ότι χόρτασε. Αυτό ήταν. Τρεφόταν με κοπανιστό αέρα. Η Ελένη είχε ήδη σπασμένα νεύρα και δεν ήθελε πολύ να πάθει νευρική κρίση. Η ίδια είχε στερηθεί τα χάδια, και στερούσε τα χάδια κι από το παιδί της. « Ανάθεμα στην ώρα που σε γέννησα », της φώναζε « Να σ’ έπνιγα καλύτερα Στο νεροχύτη ». Ανίσχυρη μπροστά στο πείσμα της μικρής, άρχισε να την φοβίζει. Κρυβόταν κι έκανε το λύκο για να την τρομάξει. Χαμπάρι η Ματού. Αναρωτιόταν μάλιστα πόσο χαζή ήταν η μαμά της που πίστευε πως θα την κορόιδευε. Στα τρία της χρόνια αλώνιζε στη γειτονιά η Ματού. Της άρεσε να πηγαίνει στους γύφτους και να παίζει η να παρακολουθεί τη γειτόνισσα απέναντι στην εκκλησιά, τον Άγιο Κωνσταντίνο, που έβαζε τη σκάφη πάνω στον τάφο κάποιου Δεσπότη κι έπλενε. Δίπλα στο σπίτι τους ζούσε μια οικογένεια με εφτά παιδιά. Κοιμόνταν στο χώμα γιατί δεν υπήρχε πάτωμα, και τρώγανε γλυκοπατάτες. Όποτε τους επισκεπτόταν η Ματού την φίλευαν κι αυτή ω! του θαύματος τις καταβρόχθιζε, σε πείσμα της Ελένης που σκοτωνόταν να της κάνει σούπες και κρέμες μπας κι έπαιρνε κάνα δράμι. Μια μέρα γύρισε με ψείρες. Ξυνόταν, ξυνόταν μέχρι που η μάνα της είδε πως ήταν γεμάτο το κεφαλάκι της απ’ αυτές. Αφού προηγήθηκε το κλασσικό μπερντάχι, έκατσε και την ξεψείριζε με τις ώρες, και μετά της χτένισε τα μαλλιά της, με ξύδι. Μετά τη φόβισε και της είπε, ότι την είχε αγοράσει απ’ τους τσιγγάνους και ότι αν δεν καθόταν καλά θα την έδινε πίσω. « Κακόμοιρη Ματού. Δεν καταλάβαινε γιατί της συνέβαιναν όλα αυτά. ». Η συνέχεια ήταν πως η Ματού άρχισε να κρύβεται. Χωνόταν όπου εύρισκε για να νοιώσει ασφαλής και δεν απαντούσε όταν την φώναζαν. Αυτό της το καινούργιο χούι, το πλήρωσε ακριβά, όταν μια μέρα η μάνα της σιδέρωνε και ήθελε κι αυτή να σιδερώσει. Η Ελένη δεν την άφηνε. Ξάφνου χτύπησε η πόρτα. Η μάνα της κατέβηκε να δει ποιος είναι, και η Ματού πήρε αμέσως το σίδερο στα χέρια της, αλλά της έπεσε κάτω. Τρομαγμένη πήγε και κρύφτηκε στην ντουλάπα και ζάρωσε στη γωνιά πίσω απ τα ρούχα. Κάποια στιγμή ανέβηκε η μάνα της, είδε το σίδερο στο πάτωμα και τη Ματού άφαντη. Άρχισε να φωνάζει και να ψάχνει. Άνοιξε την ντουλάπα, έκανε μιά με το χέρι της τα ρούχα, αλλά τίποτα. Ήταν τόσο αδύνατο το μικρό που είχε γίνει ένα με το έπιπλο. Αφού έφαγε όλο τον τόπο, καλώντας την άρχισε ν’ ανησυχεί.

Έξω απ το σπίτι ήταν ένα ξεροπήγαδο. « θες ναπεσε μέσα; », κι ανατρίχιασε. Άρχισε να ντύνεται αναμαλλιασμένη, για να πάει στην Αστυνομία. Κατέβηκε τις σκάλες με την ψυχή στο στόμα, κι άνοιξε την εξώπορτα. Κάποια τσιγγάνα εκείνη τη στιγμή της ζήτησε λίγη ζάχαρη. Η Ματού άκουσε τη φωνή της γύφτισσας και βγήκε φωνάζοντας : « Βγαίνω μανούλα μου, μη με δίνεις ». Μπρος στον κίνδυνο να τη δώσει πίσω στους τσιγγάνους η Ματού δεν λογάριαζε ούτε ξύλο, ούτε τίποτα. Η Ελένη παράτησε την τσιγγάνα, κι ανέβηκε πάνω. Όλη της η αγωνία μετατράπηκε σε μένος, και τσάκισε κυριολεκτικά το παιδί στο ξύλο. Δεν ήταν ήδη με τα καλά της, αλλά αυτό διαπιστώθηκε αργότερα. Η Ματού μετά απ’ αυτό κλείστηκε πολύ στον εαυτό της. Δεν καταδεχόταν να κλάψει, όταν την έδερνε και κομμάτιαζε σκουλήκια. Τότε γνώρισε και την παγωνιά του θανάτου. Κάτι παιδάκια έπαιζαν στο ποτάμι και πάτησαν κάτι νάρκες. Σκοτώθηκαν και τα τρία. Το ένα ήταν απ’ το διπλανό σπίτι, με τις γλυκοπατάτες. Η Ματού ήταν στην εξώπορτα, όταν το έφερε αγκαλιά κάποιος. Ήταν ένα κορμάκι ακίνητο, μ’ ένα λινό πορτοκαλί βρακάκι. Το κοριτσάκι κοίταξε άφωνο το νεκρό παιδάκι. Κάτι είχε τελειώσει οριστικά. Ένοιωσε μια παγωνιά μέσα της κι από τότε μίσησε το πορτοκαλί χρώμα, για πολλά χρόνια. Ανέβηκε σπίτι ζητώντας παρηγοριά στη μάνα της, στην αγκαλιά της. Είχε τόση ανάγκη να την πάρει κάποιος αγκαλιά. Η μαμά ήταν απασχολημένη στην κουζίνα, για να μαγειρέψει, γιατί είχε τραπέζι το βράδυ, και θαρχόταν και ο μπαμπάς. Από το ύφος της κατάλαβε πως δεν είχε καιρό για χάσιμο. Έτσι δεν είπε τίποτα, αλλά μόλις η Ελένη βγήκε απ την κουζίνα, η Ματού πήρε μια χούφτα αλάτι απ το πήλινο βαζάκι και τόριξε μέσα στη σούπα. Μετά κατέβηκε, αρκετά ξαλαφρωμένη, στον κήπο κι άρχισε κι αυτή να μαγειρεύει κοπανώντας κεραμίδι με μια πέτρα, για κόκκινη σάλτσα, και κόβοντας χορταράκια, τάβαζε σ’ ένα μικρό καπάκι από κάποιο βάζο, κι έκανε πως είχε φαγητό κοκκινιστό. Σκέφτηκε να βάλει και κάνα σκουλήκι μέσα, αλλά το παγωμένο κορμάκι του παιδιού την έκανε ν’ αλλάξει το μενού. Από τότε γλίτωσαν τα σκουλήκια. Τ’ απεχθανόταν γιατί ήταν γλιστερά, αλλά δεν τα ξαναπείραξε ποτέ. Το απόγευμα ήρθε ο Μάνος σπίτι του με τη στολή του αξιωματικού που άρεσε πολύ της Ματού. Σήκωσε ψηλά τη Ματού, κι αυτή χώθηκε στην αγκαλιά του, ασφαλής κι ευτυχής. Ο Μάνος Απέργης δεν έδερνε ποτέ την κόρη του, και δεν άφηνε και τη μαμά να τη δείρει. Το ίδιο βράδυ ήρθαν και δυο ζευγάρια, φίλοι του Απέργη. Η κυρία Ελένη είχε περιποιηθεί τον εαυτό της και είχε βάλει το άσπρο τραπεζομάντιλο στο τραπέζι. Η Ματού στρογγυλοκαθισμένη στην αγκαλιά του πατέρα της, περίμενε το πρώτο πιάτο. Η σούπα σερβιρίστηκε με προσοχή. Άρχισαν να τρώνε. Με την πρώτη κουταλιά ο Μάνος είπε : « Ρε συ Ελένη λύσσα το έκανες ». Η Ελένη δοκίμασε, και της ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Πως της έτυχε αυτής κάτι τέτοιο; Ήταν τέλεια μαγείρισσα. « Λες ν’ αλάτισα δυο φορές; », αναρωτήθηκε δυνατά. Οι καλεσμένοι είπαν « Δεν πειράζει είναι λίγο αρμυρή ». Τι λίγο αρμυρή που δεν τρωγόταν; Η Ελένη για κάποια στιγμή κοίταξε την κόρη της. Κάτι της έλεγε πως δεν ήταν τυχαίο γεγονός. Η Ματού την κοίταξε κι αυτή αθώα, και βολεύτηκε καλλίτερα στην αγκαλιά του πατέρα της. Της είχε ξεπληρώσει το βρομόξυλο που είχε φάει την προηγούμενη, κι ένοιωσε τα πάντα να ισορροπούν.
Οκτώβρης του 1950. Τρίπολη

Η Ματού, βρέθηκε κάποιο πρωινό, με όλα τα υπάρχοντά τους, σ’ ένα φορτηγό που το είχε ένας ξάδερφος της Ελένης Ο μπαμπάς είχε πάρει μετάθεση για την Τρίπολη. Εκεί έζησαν 12 χρόνια και άλλαξαν πέντε σπίτια. Μόλις συνήθιζε κάπου, τσαφ! Μετακόμιση σε άλλο σπίτι. Για κάνα δυό χρόνια η οικογένεια Απέργη, στεγάστηκε εκεί που ήταν το γραφείο του πατέρα της Ματού. Δυο δωμάτια για την οικογένεια, ένα γραφείο κι’ ένα δωμάτιο που χρησίμευε για αποθήκη φαρμάκων. Ένα τσουβαλάκι με στρυχνίνη, ήταν μπροστά μπροστά και η τρελλοματού μπήκε πολλές φορές στον πειρασμό να δοκιμάσει αν και της το είχαν απαγορεύσει. Η κουζίνα, ένα ερείπιο και ο καμπινές ήταν έξω στην αυλή. Μια πήλινη λεκάνη, ήταν όλος ο εξοπλισμός και σ’ ένα σύρμα κομμάτια εφημερίδας για χαρτί τουαλέτας . Η Ελένη έφαγε τα χέρια της να παστρέψει εκείνο το αχούρι. Έκοψε κομμάτια χαρτί και τους έκανε με το ψαλίδι κάτι βολανάκια, και μ’ αυτό σκέπασε κάτι ράφια και την πιατοθήκη. Ένα μικρό ξύλινο τραπέζι, δυό τρεις καρέκλες κι ένα φανάρι ( κρεμαστό κουτί με σήτα ) συμπλήρωναν την διακόσμηση. Η αυλή είχε ένα χαμηλό τοιχάκι και ήταν χωρισμένη στα δυο. Η μισή με τσιμέντο και η άλλη μισή με χώμα. Είχε μάλιστα και πλυσταριό για τις μπουγάδες. Μια κυδωνιά και μια πόρτα που οδηγούσε σ’ ένα τεράστιο κήπο με λογιών λογιών δέντρα και λουλούδια. Μια πέτρινη γούρνα με νερό στη μέση του κήπου, κάτω από μια πασχαλιά, χρησίμευε για να πίνουν νερό τα περιστέρια. Στο βάθος του κήπου υπήρχε ένας μεγάλος περιστερώνας. Σ’ ένα κομμάτι του κήπου, είχαν σπείρει σιτάρι που όταν μεγάλωνε ήταν ότι καλύτερο για να κάνει βουτιές η Ματού. Ένας παράδεισος. Στο ένα δωμάτιο κοιμόταν το ζευγάρι και στο άλλο, σ’ ένα ντιβάνι, το κοριτσάκι. Κάτω απ το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, υπήρχε ένα κομμάτι με χώμα που εκεί, η Ματού, έριχνε σπόρους από στάρι. Μόλις φύτρωνε το στάρι, το έτρωγαν οι κότες. Κάθε βράδυ προσευχόταν να φυλάει ο Θεός τη μαμά της και τον μπαμπά της, τον ξάδερφό της και το σιταράκι της. Οι ικεσίες δεν γινόταν δεκτές, και οι κότες εξακολουθούσαν να ρημάζουν το σιτάρι. Από τότε άρχισε κι αυτή ν’ αμφιβάλλει πολύ για το Θεό, την ύπαρξη του, και τις προθέσεις του.

Περνούσαν καλά. Η φτώχεια δεν πτοούσε κανέναν. Η μαμά έκανε τραπέζια στους συναδέλφους του πατέρα της και ειδικά με Πατσά που ετοίμαζε με το σκορδοστούμπι. Η μυρωδιά του πατσά, έκανε το στομάχι της Ματού, να θέλει να ξεράσει. Εδώ δεν έτρωγε άλλα κι άλλα. Κάθε πρωί, η Ελένη, άλειφε μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι, και τόδινε στη Ματού να το φάει. Άλλη αναγούλα αυτό. Μέχρι που ανακάλυψε τις χαραμάδες ενός τοίχου, στο μεγάλο περιβόλι, κι άρχισε να στουμπώνει όλες τις χαραμάδες με ψωμί, βούτυρο και μέλι. « Θα το φάω στον κήπο », έλεγε της Ελένης. Αυτή επειδή ήξερε τι σκατόπαιδο ήταν η κόρη της, την παρακολούθησε κρυφά, και είδε που κατέληγαν οι φέτες του ψωμιού. Λες κι ο τοίχος είχε γίνει με ξεροκόμματα. Της άστραψε κάνα δυό μπάτσου; Και την ανάγκασε να τρώει πρώτα και μετά να πηγαίνει στον κήπο.
Εκείνη την εποχή, φούσκωσε, αρκετά, η κοιλιά της Ελένης, και ήταν στις μέρες της. Η Ματού θ’ αποκτούσε αδερφάκι. Τι ωραία! Θα είχε παρέα να παίζει. Η Ελένη έφυγε για την Αθήνα, για να γεννήσει, και μετά μερικές μέρες ειδοποίησαν τον Μάνο ότι είχε αποκτήσει γιο. Μπαμπάς και κόρη, πήραν το λεωφορείο για την Αθήνα. Όταν έφθασαν, αγόρασε, ο Μάνος, μενεξέδες και έδωσε στην Ματού να της προσφέρει στην μάνα της. Έφτασαν στην κλινική του Σμπαρούνη, ο καθένας με τις δικές του προσδοκίες. Δεν ξέρω για το Μάνο, Η Ματού όμως, έπαθε μεγάλο σοκ, βλέποντας ένα κακάσχημο μωρό, αντί για ένα τέλειο ανθρωπάκι, που περίμενε για να έχει παρέα να παίζει. Πέταξε, απογοητευμένη και θυμωμένη, το ματσάκι με τους μενεξέδες και τους δήλωσε, με ύφος Βασίλισσας « Δεν μ’ αρέσει. Δεν το θέλω! ». ήταν τελεσίδικο γι’ αυτή. Ήταν 21 Μαρτίου 1952. Το άσχημο μωρό, ομόρφυνε, με τον καιρό, και η μικρή τον λάτρευε. Ο αδελφούλης κι ο αδελφούλης μου, έλεγε.
Το σπίτι δεν τους χωρούσε πια, κι έτσι μετακόμισαν σ’ άλλο πιο μεγάλο. Δεν τους φτούρησε για πολύ. Σ’ ενάμιση χρόνο, ξαναπήγαν στο γραφείο του Μάνου. Συν ένα δωμάτιο επιπλέον. Η φαρμακαποθήκη, είχε μεταφερθεί δίπλα στο γραφείο του Μάνου, κι επικοινωνούσε μ’ ένα μικρό πορτάκι. Το τρίτο δωμάτιο, έγινε σαλόνι-τραπεζαρία. Ένα καρυδένιο, τετράγωνο βαρύ τραπέζι, μ’ έξη καρέκλες με δερμάτινο κάθισμα, ήταν το στολίδι ολόκληρου του πλανήτη. Η Ελένη δεν άφηνε τα παιδιά ( είχε μεγαλώσει κι ο μικρός Πέτρος ) « για να μην της την χαλάσουν ». Κάποιο γατί όμως που κλείστηκε κατά λάθος μέσα στο δωμάτιο, έγδαρε όλες τις καρέκλες.
Εκείνη τη χρονιά, 6 του Σεπτέμβρη του 53, η Ματού πήγε σχολείο. Την πρώτη κιόλας μέρα η Ματού ξέχασε την καινούργια σάκα της, σ’ ένα παγκάκι. Ευτυχώς την βρήκαν, αφού προηγήθηκε ανάκριση τρίτου βαθμού. Τόσο καημό είχε για γράμματα. Η Ελένη προσπαθούσε να την διαβάσει. Λ και Α τη ρώταγε, και το καμάρι τους απαντούσε Σ. Αυτό το παιδί δεν θα μάθει γράμματα. Η απαισιοδοξία της διαψεύστηκε, γιατί η μικρή γρήγορα ανακάλυψε πως δεν χρειαζόταν να πολυδιαβάζει., γιατί είχε ένα μυαλό ξυράφι. Μια και δεν ασχολιόταν κανείς μαζί της, γιατί όλοι είχαν δουλειές, μπαμπάς και μαμά, έγινε, ασυνείδητα, τελείως ανταγωνιστική, για να τραβήξει το ενδιαφέρον τους. Που να προλάβει η καημένη η Ελένη, που είχε και ένα μωρό ακόμα, και χιλιάδες χοντροδουλειές ν’ ασχοληθεί με την κόρη της. Φρόντιζε μόνο για να την πιέζει να φάει και να την έχει καθαρή με κάτασπρα βρακάκια. Κι ο μπαμπάς δεν έδινε μία για τίποτα. Απέναντι απ’ το γραφείο του Μάνου, έμενε κι ένα αγοράκι, δυο χρόνια μεγαλύτερο απ’ τη Ματού. Το είχαν πολύ κακομαθημένο, γιατί του
έκαναν όλα τα χατίρια. Ήταν και εύρωστοι οικονομικά. Σπιτάκι ήθελε ο Αντωνάκης; Σπιτάκι του φτιάχνανε. Μπακάλικο ήθελε ο Αντωνάκης; Μπακάλικο του έφτιαχναν και του έδιναν ένα σωρό τρόφιμα, που τους πούλαγε μετά και του έδιναν χρήματα. Η Ματού του έδινε ιδέες, και μετά αυτός απαιτούσε. Μια φορά έδωσαν και θεατρική παράσταση, και η Ματού έδωσε την ψυχή της στον αυτοσχεδιασμό του ρόλου της. Είχαν βάλει και καθίσματα για τους συγγενείς και έκοβαν και εισιτήριο, μία δραχμή το ένα. Ο Αντωνάκης μάζεψε 15 δραχμές και έδωσε ένα δυό πενηνταράκια και λίγες τρυπημένες δεκάρες στην πρωταγωνίστρια. Αυτή έβαλε ευλαβικά, στην τσεπούλα της, το δώρο και ονειρεύτηκε μια ωραία κούκλα. Τα όνειρα πήγαν τσάμπα, όπως πάντα ήταν. Πολλές φορές η Ματού γύριζε γδαρμένη και ξηλωμένη, στο σπίτι της γιατί έπαιζε ξύλο με τον Αντωνάκη. Έτρωγε τις περισσότερες αλλά του έκανε κι αυτή γρατσουνιές και του τράβαγε τα’ αυτιά. Μετά γύριζε πίσω σε μαύρο χάλι και τις έτρωγε κι από πάνω από τη μάνα της.
Μια μέρα ζήτησε κι αυτή σπιτάκι απ’ την Ελένη. Προσπάθησε να την πάρει με το καλό η Ελένη, αλλά τίποτα. Με το άγριο τίποτα! Η Ματού τα είχε στυλώσει σαν μουλάρι. Την καταχέρισε γερά, αλλά το παιδί τίποτα! Ένας συνάδελφος του πατέρα της, ακούγοντας το συνηθισμένο ρεσιτάλ Ελένης- Ματού, τους έδωσε ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο απ την φαρμακαποθήκη. Μάνα και κόρη, βάλθηκαν να φτιάξουν το παλατάκι. Της έβαλε ένα παλιό ύφασμα για πόρτα. Μετά ανάψανε φωτιά, με πολλά παρακάλια, της καθάρισε και της έκοψε μία πατάτα και της έδωσε το τηγάνι. Οι πατάτες μαυρίσανε απ τον καπνό, αλλά η Ματού τις έφαγε όλες και τις βρήκε και πολύ ωραίες. Έτσι πραγματοποίησε το όνειρό της. Ο επιμένων νικά, έστω και με κάποιο τίμημα.
Στην πρώτη δημοτικού, η Ματού έζησε την ντροπή και την ταπείνωση. Ενώ διηγιόταν ένα παραμύθι, στην τάξη, με δράκους και βασιλοπούλες, κατουρήθηκε. Ζεστά ρυάκια υγρού κύλησαν στα πόδια της, και ευχήθηκε να πεθάνει εκείνη την στιγμή. Η δασκάλα την έβγαλε έξω, και προσπάθησε να την παρηγορήσει. Που να παρηγορηθεί το καμάρι της τάξης. Στο σπίτι την γύρισε ο Αντωνάκης, που είχε αναστατωθεί απ’ τους λυγμούς της φίλης του. Ότι και να της είπαν δεν βοήθησε σε τίποτα. Υπέφερε από ντροπή. Δεν ήθελε να ξαναπάει σχολείο, αλλά η Ελένη δεν αστειευόταν με τέτοια. Παρ’ όλο που κανένα παιδάκι δεν την κορόιδεψε, η Ματού δεν ξαναείπε παραμύθια στην τάξη. Ξεπέρασε το γεγονός, όταν ένα άλλο αγοράκι, τα έκανε πάνω του. Το μικρό έτρεχε στο σπίτι του, ενώ πεντέξι πιτσιρικάδες του φώναζαν : Χέστηκε! Χέστηκε! Η Ματού συμπέρανε πως το δικό της χουνέρι, δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό, και γιατρεύτηκε στην στιγμή από τον πόνο της.
Ήρθε το τέλος της χρονιάς, και τα μικρά της πρώτης τάξης θα έλεγαν ποιηματάκια και θα ντύνονταν αγγελάκια. Τότε ήταν της μόδας οι οργαντίνες. Από μέσα φουρό, που όσο και πιο πολύ φούσκωνε η φούστα, τόσο πιο πολύ το prestige, για κάθε κορίτσι. Η Ματού ονειρευόταν, κι αυτή τη λευκή οργαντίνα, αλλά της τα χάλασε η μοίρα. Ένα μεγάλο κουτί ήρθε απ’ την Αθήνα. Μέσα αναπαυόταν ένα υπέροχο φόρεμα, από κρεμ ζορζέτα μεταξωτή με κεντημένη σφηκοφωλιά στον μπούστο. Της το έστειλε η θεία Ναυσικά. Την Ματού την έζωσαν τα φίδια. Το φόρεμα έπεφτε σαν μαρούλι και δεν φούσκωνε καθόλου. Ζήτησε δειλά μια οργαντίνα, αλλά ήξερε πως δεν τα της την αγόραζαν. Έτσι την μέρα των επιδείξεων. Της έβαλαν το φόρεμα, που ήταν σαν να το φόραγε κρεμάστρα, της κατσάρωσαν το μαλλί, όπως όπως και την στείλανε στο σχολείο. Οι γονείς θα έρχονταν αργότερα. Τα ματάκια της Ματού είδαν τις πιο ωραίες οργαντίνες και τις πιο φουσκωτές. Ένοιωσε απαίσια μ[ εκείνο το απαίσιο φόρεμα και είπε με μισή καρδιά το ποίημα της. Νευρίασε με τη θεία της, και δεν το ξαναφόρεσε ποτέ.
Την επόμενη χρονιά της έραψαν την πολυπόθητη οργαντίνα. Λευκή με μικρά ανθάκια. Μόλις την φόρεσε, έχυσε την πορτοκαλάδα, πάνω στο καινούργιο της φόρεμα. Αυτή ήταν η Ματού. Αυτή ήταν η ζωή, και τη ζούσε μ’ όλη της την ψυχή.
Έπαιρνε τα’ αδελφάκι της και το πήγαινε εκδρομή στον κήπο, στη γούρνα με την πασχαλιά. Χάζευε τα περιστέρια, κι η Ματού έκανε τη δασκάλα του. Ο μικρός ήταν πιο ήσυχος απ’ αυτήν και καταβρόχθιζε το φαΐ του. Ήταν ροδοκόκκινος και η Ελένη έλεγε πόσο καλόφαγο και καλό παιδί ήταν, σε αντίθεση μ’ αυτήν. Εκείνη έκανε όλα τα στραβά και ΄έφταιγε για όλα, γιατί ήταν η μεγαλύτερη. Είχαν έξη χρόνια διαφορά. Το μόνο που της αναγνώριζε η Ελένη, ήταν πως δεν έλεγε ποτέ ψέματα, ενώ ο μικρός τα ξεφούρνιζε με πολύ ευκολία και γλίτωνε το ξύλο. Τα χέρια της Ελένης είχαν κουραστεί να δέρνουν, και κατέφυγε, όπως έλεγε, σε μια ωραία βίτσα. Η Ματού είχε συνηθίσει το ξύλο και την προκαλούσε, λέγοντας : « δείρε με όσο θες. Δε με νοιάζει ».
Τον ίδιο καιρό, στο διπλανό σπίτι, έδερναν τον Σάκη. Το διπλανό σπίτι, ήταν ένα ωραίο διαμέρισμα που έμενε μια χήρα με δύο παιδιά. Τον Σάκη και την Έλενα. Έμενε μαζί τους και μία γυναίκα, κάτι σαν γκουβερνάντα και οικιακή βοηθός μαζί. Η Τάνια. Το διαμέρισμα είχε μία μεγάλη βεράντα, που έβλεπε στην αυλή του σπιτιού της Ματού. Η Ελένη έκανε παρέα με τη χήρα. Την επισκεπτόταν μαζί με την Ματού. Τράταραν κρέμα την Ματού, που φυσικά την εύρισκε πιο ωραία από της Ελένης. Η χήρα δεν είχε έλθει ποτέ στο σπίτι τους. Δεν καταδεχόταν, γιατί ήταν πλούσια και ο μακαρίτης, δικηγόρος το επάγγελμα, τους είχε αφήσει μεγάλη περιουσία. Το ξύλο όμως ήταν πολύ διαδεδομένο εκείνη την εποχή κι έτσι ο Σάκης τις έτρωγε στην βεράντα. Η Ματού διασκέδαζε αφάνταστα. « Τριζοβολάνε Σάκη, τριζοβολάνε » του φώναζε. Η Ελένη της φώναζε « ντροπή, πάψε ». Η Ματού όμως σκασμένη στα γέλια συνέχιζε : « Τριζοβολάνε Σάκη, τριζοβολάνε ». Όμως σε λίγη ώρα, άρχιζαν να τριζοβολάνε και για τη Ματού, μια και η βίτσα είχε δόξες.

Ο Μάνος έλειπε συχνά, σε περιοδείες για εμβολιασμούς. Η Ελένη μόνη με τα δυο παιδιά. Τότε η Ελένη άρχισε να σκαλίζει το δηλητήριο του φόβου στην ψυχή της κόρης της. Ανησυχούσε υπερβολικά για το Μάνο και φοβόταν μη σκοτωθεί πουθενά. Έτσι άρχισε ν’ ανησυχεί και το παιδί της. Της έλεγε πως μπορεί να πεθάνει, και της έδειχνε τι ρούχα έπρεπε να της βάλουν στο φέρετρο. Ο Πετράκης, ο αδελφός της, αρρώστησε κάποτε. Έκανε εμετό αίμα. Η Ελένη πήρε τη Ματού να πάνε στην Αγία Παρασκευή και να την παρακαλέσουν να μη πεθάνει το παιδί. Ο Πετράκης τελικά δεν είχε τίποτα. Άνοιγε η μύτη του από κάποιο μικρό κιρσό και κατάπινε αίμα. Ο φόβος άπλωνε σιγά σιγά τα πλοκάμια του και φυλάκιζε την ψυχούλα της Ματού. Ο Μάνος αμέτοχος σ’ όλα αυτά. Μόνο τα γίδια και τα πρόβατα τον ένοιαζαν. Κάποτε πήρε μαζί του την Ματού για μονοήμερο ταξίδι. Η Ματού άλλο που δεν ήθελε, γιατί της άρεσε να φεύγει απ’ το σπίτι. Ο Μάνος, την ξέχασε στο χωριό που πήγαν. Την απόθεσε στο σπίτι κάποιων χωρικών, κι έφυγε για εμβολιασμούς. Η Ματού, έπαιξε με τα γουρούνια, χάζεψε την γύρω περιοχή, και τα’ απόγευμα άρχισε ν’ ανησυχεί. « Πού ήταν ο μπαμπάς; ». Ο μπαμπάς τελείωσε τη δουλειά του κι ετοιμάστηκε να φύγει. « Γιατρέ, ξέχασες το παιδί », του είπε ο σοφέρ. Γύρισαν πίσω στο χωριό και η Ματού, ανακουφισμένη, έπεσε στην αγκαλιά του. Πήγαν σ’ ένα χάνι για φαΐ, και τους σερβίρισαν βραστές μελιτζάνες με κόκκινο πιπέρι. Ο Μάνος δεν μπόρεσε να τις φάει. Η Ματού τις έγλυψε απ’ την πείνα. Η Ελένη έμαθε πολύ αργότερα τα κατορθώματα του άντρα της. Ο Παρισοπουδαγμένος επιστήμονας, άρχισε να μιμείται τα ζώα. Πέρα βρέχει, κι άσε την Ελένη να τραβιέται.
Η Ματού μεγάλωνε δυσανάλογα με την ηλικία της. Κάποτε ένας διεστραμμένος ποδηλατάς, πήρε τη Ματού στο πίσω μέρος του μαγαζιού και ξεκούμπωσε το παντελόνι του, παίρνοντας το χέρι της Ματού, και βάζοντάς το πάνω στα όργανά του. Η Ματού, έφυγε τρέχοντας, αηδιασμένη. Ήθελε να το πει στους δικούς της, αλλά ντρεπόταν. Έτσι δυο-τρεις μέρες μετά, την ώρα του φαγητού τους κεραυνοβόλησε αθώα. « Το πουλάκι του κυρ Σάββα είναι πιο μεγάλο απ του Αντωνάκη ». Ο Μάνος τη ρώτησε, που το ήξερε, κι εκείνη απάντησε επίσης αθώα και απλά πως της τόχε δείξει ο κυρ Σάββας. Τον κατήγγειλαν στην αστυνομία. Το συμβάν, μαθεύτηκε και η Ματού έγινε η ηρωίδα της γειτονιάς. Η ίδια δεν ασχολήθηκε μ’ αυτό που της συνέβη, γιατί η ζωή ήταν πολύ ωραία για να την απασχολήσουν τέτοια. Ο Μάνος και η Ελένη πήγαιναν καμιά φορά στην Αθήνα στο σπίτι των θείων της Ματού, που έμεναν σε ιδιόκτητο σπίτι στο Μπραχάμι. Έπαιζαν τα παιδιά, μαζί και ο Πετράκης. Όταν γύριζαν στην Τρίπολη, με το λεωφορείο, η Ματού κοίταζε με θλίψη τη θάλασσα που μάκραινε σιγά σιγά στις στροφές του Αχλαδόκαμπου, και πλακωνόταν η ψυχή της. Μετά τα βουνά, και πάλι βουνά. Η Ματού άρχισε γαλλικά από τα πέντε της στης ‘ Μαντάμ Φλοράνς ’, και το σουξέ « au clair de la lune ”, που τόλεγε μαζί με τον γαλλομαθή πατέρα της. Στα οκτώ την έβαλαν στο παράρτημα της Γαλλικής Ακαδημίας, στην Τρίπολη. Πήρε το certificat, χωρίς να μάθει ούτε γραμματική, ούτε ορθογραφία. Όταν δίδασκε η μαντάμ, αυτή αφοσιωνόταν στα παγώνια του κήπου. Μάλιστα έπαιρνε και βραβεία. Ένα δεύτερο, ένα τρίτο και ένα τιμητικό γιατί μίλαγε καλά τη γλώσσα. Τα κόλλαγαν σε παιδικά βιβλία που τα’ απένειμαν στους μαθητές. Η Ματού κράτησε τα βιβλία, αλλά έσκισε τους επαίνους, γιατί δεν ήταν άριστα. Εμ δεν διάβασε ποτέ της , εμ ήθελε και άριστα! Ήταν και καλή ζωγράφος. Όλα τα καπάκια απ’ τα κουτιά, που είχαν σοκολατάκια, ήταν ότι έπρεπε. Ανακάτευε το στουπέτσι που έβαφαν τα παπούτσια με αραβική κόλλα, και μ’ αυτό έβαζε μπόλικο χιόνι στα τοπία της. Στην Τρίπολη χιόνιζε τον χειμώνα πολύ συχνά και μερικές φορές κλείνουν και τα σχολεία, προς αγαλίαση όλων των παιδιών. Χιόνια τον χειμώνα, λουλούδια και αρώματα την άνοιξη, πράσινη φύση και άφθονο παιχνίδι. Όλα αυτά, τα κράτησε έντονα στην μνήμη της, η Ματού, και ίσως αυτά τα χρόνια, έγιναν ένα γερό υπόβαθρο στο είναι της, που τη βοήθησε ν’ αντέξει αργότερα, στα δύσκολα.
Στο γραφείο του Μάνου, ήρθαν καινούργιοι συνάδελφοί του, κι έτσι μετακόμισαν πάλι σε νέο σπίτι. Αυτό ήταν διόροφο με μπαλκόνι, στον κεντρικό δρόμο απ’ τον οποίο περνούσαν και όλες οι κηδείες. Η Ελένη και η Ματού, δεν χάνανε ούτε μία. Μόλις ακουγόνταν ψαλμωδίες και φιλαρμονική, τρεχάλα στο μπαλκόνι, μάνα και κόρη. Μια ατέλειωτη ξύλινη σκάλα, οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο χωλ, και γυρω ήταν τέσσερα δωμάτια, δύο μεγάλα και δυο πιο μικρα. Η κουζίνα με πλακάκια κεραμιδιά, και φουφού με καμινάδα. Η γκαζιέρα αντικαταστάθηκε με πετρογκάζ που η Ελένη έλεγε πως δεν μαγείρευε νόστιμα. Ο καμπινές, ένα στενάδι, με μια τρύπα στον τοίχο για παραθυρο, κι άσπρη λεκάνη, αυτή τη φορά. Αναβάθμιση, όπως και να το κάνεις!
Τότε για πρώτη φορά, έμεινε μόνη της, στο σπίτι, η Ματού. Η Ελένη πήρε το μικρό και πήγαν στην Αθήνα, και ο πατέρας της έφυγε και πήγε σε κάποιο χωριό. Μόνη σ’ αυτό το τεράστιο σπίτι! Το απόγευμα πέρασε έξω στην πλατεία, και το βράδυ πήγε μόνη της κι έφαγε σε μια ταβέρνα. Όταν γύρισε το βράδυ στο σπίτι, κλείδωσε καλά, και άναψε όλα τα φώτα, κι αυτή δεν ήξερε γιατί. Το σκοτάδι δεν ήταν ότι καλύτερο σ’ αυτήν την ηλικία, αλλά ήταν παιδάκι με θάρρος. Έκανε την προσευχή της και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, πήγε κανονικά στο σχολείο, και το μεσημέρι ο μπαμπάς είχε γυρίσει.
Εκείνη την εποχή η Ελένη πήγαινε συχνά στην Αθήνα, και η Ματού δεν ήξερε γιατί. Έμενε μόνη, μια και \ο πατέρας της έφευγε και την άφηνε. Μια απ αυτές τις φορές, την άφησε σε κάποιο σπίτι να παίξει, κι αυτή έπεσε και τσακίστηκε από κάποια καταπακτή. Ήταν θαύμα πως δε άνοιξε το κεφάλι της, αλλά τα γόνατά της γίνανε κομμάτια, από γυαλιά που ήταν κάτω σκόρπια. Βρέθηκε στο απόλυτο σκοτάδι, κι άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Κακόμοιρο παιδί! Άργησε πολύ να συγχωρέσει τον πατέρα της για την αδιαφορία και την ανευθυνότητα του. Όταν γύρισε η Ελένη και είδε τα χάλια του παιδιού, πρέπει να καυγάδισε άσχημα με τον άντρα της. Και δεν την ξανάφησε ξανά με τον πατέρα της. Έμειναν τρία, τέσσερα χρόνια σ’ αυτό το σπίτι, και ξαναμετακόμισαν σε άλλο, κοντά στο νεκροταφείο. Τα κυπαρίσσια της έφτιαχναν την μέρα. Η Ματού, είχε μπει πια στην εφηβεία. Γέμισε σπυριά, φορούσε γυαλιά, είχε δυο κοτσίδια σαν ποντικοουρές, και γενικά ήταν χάλι μαύρο. Τρελαινόταν για γλυκά και τάτρωγε όπου τάβρισκε. Με τον Πέτρο τσακωνόταν συχνά, γιατί δεν την άφηνε να διαβάσει, με τις φωνές του, όταν έπαιζε. Στο γυμνάσιο, αργούσε τα πρωινά, αλλά υπήρχε μια χαμηλή μάντρα, απ όπου έμπαινε στο προαύλιο, χωρίς να την δουν. Όποιες αργούσαν, καβαλούσαν την μάντρα και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Η Ματού περνούσε από ένα στρατώνα, και οι φαντάροι την είχαν σταμπάρει που έτρεχε κάθε πρωί και την πείραζαν. « Πάλι άργησε ο γαλατάς να σου φέρει το γάλα; ». Εξακολουθούσε να είναι γερή μαθήτρια του 18 χωρίς να ζορίζεται ως συνήθως. Τα μαθηματικά και η έκθεση ήταν τα καλύτερά της

Αυτό είναι ένα βιβλίο που γράφω. Δεν έχει τελειώσει

http://despoinasdecoupage.blogspot.com είπε...

Τι όμορφη ιστορία Βασίλη και πόσο πικρή…

Περιμένω με αγωνία να διαβάσω τη συνέχει και το τελος.