Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Σάββατο 28 Ιουνίου 2008
Εγκλήματα... Με... αγάπη.
Ένιωσες ποτέ απόλυτα ευτυχισμένη; υπήρξε ποτέ ένας άνθρωπος που σε έκανε να πεις...
Ναι...! Είμαι γεμάτη, τίποτα άλλο δεν επιθυμώ...
Είπε... η φωνή μέσα μου.
Όχι δεν ένοιωσα ολοκληρωτικά ευτυχισμένη.
Όμως... γνώρισες τον έρωτα. Την αγάπη. Συνέχισε εκείνη...
Ναι... τον γνώρισα. Μα όλοι θέλανε να πάρουνε. Όλοι, πήραν κομμάτι μου.
Τη είναι τελικά αυτό που θα σε έκανε ευτυχισμένη, ξέρεις;
Ναι ξέρω.
Αν ξαναγεννιόμουν.Αν η μάνα μου με ξαναγενούσε. Όχι άλλη...Αυτή. Η ίδια μάνα...Να με ξαναγενούσε. Να με αγαπούσε. Να με λάτρευε...
Και πιο πολύ να με αποδεχόταν, γι’αυτό που είμαι, όχι για ότι εκείνη θα θελε να είμαι. Τότε...Γεμάτη από τη μοναδική , την απαραίτητη αυτή αγάπη, τα βήματα μου θα ήταν σταθερά. Δεν θα κατέστρεφα τα πάντα επειδή φοβάμαι να νοιώσω ευτυχισμένη. Δεν θα έσερνα σε όλη μου τη ζωή το βάρος του ανικανοποίητου...
Δεν θα έψαχνα την αγάπη σε ξένες αγκαλιές... Δεν θα δωροδοκούσα για να εισπράξω αποδοχή. Δεν θα είχε κανένα αρσενικό τη δύναμη να με πληγώσει...
Δεν θα αναρωτιόμουν... Με αγαπάει; Γιατί με αγαπάει; Αξίζω να με αγαπάει;
Δεν θα έψαχνα πίσω από κάθε βλέμμα, από κάθε λέξη να ανακαλύψω το ψέμα, βέβαιη ότι υπάρχει.Ούτε θα ανεχόμουν συμπεριφορές που ο καθρέφτης μου τις φτύνει!!
Κατάλαβες απαίσια εσωτερική φωνή μου;
Αυτό θα με έκανε ολοκληρωτικά ευτυχισμένη. Αν ξαναγεννιόμουν!!!
Για την ευτυχία στον έρωτα λέω. Για την ευτυχία που μια γυναίκα μπορεί να πάρει από έναν άντρα. Ξέρεις τι πραγματικά θα ήθελα; Έναν άντρα να γνώριζα, να άνθιζα κοντά του, να ήταν ο κόσμος μου όλος, και εγώ ο δικός του.
Με κούρασε να μην ξέρω αν ξυπνήσω στην αγκαλιά που αποκοιμήθηκα, με σακάτεψε. Τίποτα. Απλά καθημερινά πράγματα ήθελα. Όλα τα ήθελα.
Την αγάπη πόθησα. Αυτήν. Από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, και όπως φαίνεται μέχρι την ώρα που θα τα κλείσω παντοτινά.
Περνάει ο χρόνος ψυχή μου, θα τον προλάβω;Δεν θέλω που λειώνω ακόμα για τηναγάπη.Δεν θέλω να τη ζητιανεύω। Με κούρασεπου ξοδεύτηκα αναζητώντας την.Ξεπέρασα τα πενήντα και έκανα το μισό δρόμο. Πόσα χρειάζομαι για τον άλλο μισό; Χαμένη υπόθεση από χέρι. Κανένας άνθρωπος δεν πήρε την αγάπη των γονιών του όπως, και όση ακριβώς ήθελε.Aυτοί όμως που την πήρανε, έστω και όχι με τον τρόπο που θέλανε η που χρειάζονταν, νομίζω ότι είναι καλυμμένοι συναισθηματικά για την υπόλοιπη ζωή τους.Ούτε πιστεύω ότι υπάρχει μάνα που δεν αγάπησε το παιδί της. Η αγάπη όμως που χρειάζεται ένα παιδί, δεν είναι η αγάπη του καθήκοντος, το γέννησα, πρέπει να το αγαπώ. Η αγάπη που χρειάζεται ένα παιδί είναι... Σε αγαπώ όπως κι αν είσαι. Σε αγαπώ γι αυτό που είσαι. Αγαπώ όλα όσα κάνεις γιατί τα κάνεις καταπληκτικά.
Πως ξεπερνάει ένας άνθρωπος όλα αυτά; Όσο και να δουλέψεις, με τον εαυτό σου, ποτέ δεν τα ξεπερνάς!!!
Πέρασα πολλά χρόνια της ζωής μου περιμένοντας την αναγνώριση, όμως αυτή δεν ήρθε ποτέ. Κανενός άλλου την αναγνώριση. Μόνο τη δική της. Εγώ πίστευα πάντα, ότι αξίζω. Πιστεύω στον εαυτό μου και στη δύναμη μου, στο μυαλό και τη θέληση μου.
Ποιος άλλος όμως το πιστεύει;
Μεγάλωσα...Μα... Ακόμα ήθελα να ακούσω ένα έστω, ένα μπράβο της, που όμως δεν ερχόταν ποτέ. Ώσπου, ένα βράδυ….Πριν μερικά χρόνια...
Έσπασα. Ξέσπασα. Έβγαλα από μέσα μου όλη την οργή, όλο το παράπονο, όλη την πίκρα τόσα χρόνια. Εκείνη στη αρχή τα έχασε (δεν περίμενε τέτοιο ξέσπασμα από μένα ποτέ.
Πάντα απέφευγα να την πικράνω, δάκρυζα, θύμωνα, πήγαινα στο άλλο δωμάτιο, ποτέ όμως δεν της μίλησα άσχημα)μετά άρχισε να διαμαρτύρεται κλαίγοντας, εγώ; Σε μένα τα λες αυτά; Εγώ δεν έκανα για σένα αυτό... εκείνο.. το άλλο...
Ναι μαμά τα έκανες. Από υποχρέωση όμως.Τι…; δεν σε αγαπάω εγώ; Αχάριστη ε, αχάριστη.
Με αγαπάς μαμά. Με αγαπάς επειδή με γέννησες. Δεν σου αρέσω όμως, δεν σου κάνω...
Δεν είμαι το παιδί που θα ήθελες να είμαι, και δεν μου το συγχώρεσες αυτό ποτέ.
Εγώ, όμως είμαι το παιδί σου, και θέλω να με αγαπάς για αυτό που είμαι. Γιατί το αξίζω να με αγαπάς.Κουράστηκα, εξαντλήθηκα, ξεψύχησα να προσπαθώ να κερδίσω μια γλυκιά κουβέντα βγαλμένη από την ψυχή σου.Δεν θυμάμαι το χάδι σου. Δεν με ζέστανε το βλέμμα σου.Δεν θέλω μαμά να φύγεις... η να φύγω από τη ζωή, και να μην βγάλω από μέσα μου ότι καταστρέφει τη ζωή μου.
Με καταστρέφει η άρνηση σου, μπορείς να το καταλάβεις αυτό;
Είπα...είπα...είπα... Θύμωσε πολύ, σηκώθηκε το ίδιο βράδυ να φύγει για Θεσσαλονίκη. την ικέτεψα να μείνει, να μην το βάλει στα πόδια αλλά στάθηκε αδύνατο.
Μόνο την ώρα που έμπαινε στο τραίνο ήρθε κοντά μου, έγειρε να με φιλήσει, και άκουσα έναν ψίθυρο, αρκετά δυνατό όμως... ώστε να είμαι σίγουρη…
Συγχώρεσε με παιδί μου………………………Στην αρχή σκέφτηκα ότι ήταν ειρωνικό….
Δεν ήταν όμως, και το διαπίστωσα λίγες μέρες αργότερα, και πάντα από τότε.
Σε αγαπάω παιδί μου. Κάθε φορά που μιλάμε στο τηλέφωνο το ακούω να μου το λέει, όχι δειλά, όχι δισταχτικά, όχι από υποχρέωση.ίσως... επειδή τώρα ξέρει ότι το έχω ανάγκη.
Όμως... Δίκοπο μαχαίρι, Και δυο ήταν οι δρόμοι, είχα αποφασίσει ότι... Έπρεπε να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς να έχω ανάγκη την επιβράβευση και την αγάπη της... Η αποφάσιζα... να κόψω κάθε γέφυρα που με ένωνε μαζί της....
Η ...Να κάνω αυτό που έκανα. Να χώσω βαθιά το μαχαίρι στην πληγή. Χαίρομαι που αυτό έκανα!!!
Είχα ορκιστεί...Μικρο κοριτσάκι ακόμα. Εγώ θα κάνω παιδιά και θα τα λατρεύω, θα τους δώσω τόοοση πολύ αγάπη... Τόσο χάδι...Τόσα μπράβο... Γιατί τα δικά μου παιδιά θα τα αξίζουν όλα αυτά! Θα τα αξίζουν γιατί η αγάπη μου θα τα κάνει σπουδαία...Θα είναι σπουδαία γιατί θα είναι της ψυχής μου τα παιδιά. Και δεν θα έχουν καμιά ανάγκη να ζητιανεύουν την αγάπη, αυτή...θα έρχεται στη ζωή τους σα δώρο...Σαν καθαρό νερό που κυλάει στο ποτάμι.
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008
Κουτσομπολιό; η... Κοινωνική κριτική;
Είμαι μια χωριάτισσα και το γουστάρω πολύ.
ένιωθα ευτυχισμένη όταν κατάφερνα να βρεθώ στο χωριό.Και όχι μόνο στο δικό μου.
Εκεί όμως, στο δικό μου χωριό...(πόσο τυχερή νιώθω που έχω το δικό μου χωριό!...)
Εκεί λοιπόν ζωντανεύω. Αναπνέω καθαρό αέρα, ξαναγίνομαι παιδί. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που επέστρεψα για να ζήσω εδώ.
Μου άρεσε πολύ τότε -που πριν καλά καλά φτάσω- (δεν καταλάβαινα ακόμα πως στο καλό το μυρίζονται ότι έφτασα) ακούω τον έναν πίσω από τον άλλο, να με φωνάζουν έξω από την καγκελόπορτα (όχι… για να μη νομίζουν μερικοί ... ότι δεν έχουμε καγκελόπορτα…
αμέ… και κάγκελα, και μάντρα έχουμε, τι… ακόμα με συρματοπλέγματα νομίζετε ότι είμαστε;)
Που θέλανε όλοι να πιούμε καφέ παρέα, να τα πούμε, να μάθουν τα νέα μου...τι κάνουν τα παιδιά;
Πιο παντρεύτηκε;;Χώρισε κανένα; Εγώ; Πως πάω; Έχω κανένα γκόμενο;
Γιατί, την άλλη φορά έλεγα για έναν Κώσταγιάννηπέτροκίτσογιώργολευτέρη,τώρα; Υπάρχει; Τον έστειλα για βρούβες;
Με έστειλε αυτός στον αγύριστο; Βεβαίως!!! Εχει σημασία! Γιατί άμα τον έστειλα…
Καλή... πουτάνα είμαι… (άντε βρε... φαινόταν από μικρή ότι ήταν γυναίκα τις π…..ας σιγά μην άλλαζε μεγαλώνοντας.
Μπα… με το...' κουσούρι' γεννήθηκε, βρε... δε θυμάσαι τότε που τους πιάσαμε στην αποθήκη με τον Γιαννάκη; Τάχα μου, ψάχνανε να βρούνε το γατί που χάθηκε, φταίει μετά το αγοράκι που τη στρίμωξε στη γωνία και της τον ψιλοακούμπησε;
Ας μην του κούναγε την ουρίτσα της η νυφίτσα)
Αμα με έστειλε… Ε…!! πώς να με αντέξει ο χριστιανός, τόσο εγωίστρια και ξεροκέφαλη που είμαι… άσε που μπορεί να με έπιασε και με κανέναν! που... μάλλον δηλαδή... Όλοι λοιπόν ήθελαν να με δούνε, να μάθουν… Και εγώ διασκέδαζα με όλα αυτά.
Με καλούσαν στα σπίτια τους να φάμε μαζί, να κοιμηθώ εκεί, να μαζευτούμε όλα τα παλιόπαιδα, Ααα… βρε είναι εδώ και η Άννα, από τον Καναδά, θα πάμε να τη δεις.
Τι κρίμα, άμα ερχόσουν μια βδομάδα νωρίτερα θα προλάβαινες και την Καίτη.
Τη φίλη σου βρε... την κοντούλα που είχε πάρει εκείνον τον αχαΐρευτο από την Κοζάνη τον…πως τον λέγανε….
Μωρέ… μια χαρά έκανε και του τα φόρεσε....Να τη δεις τώρα κυρία! με τον τότε γκόμενο, κατάφερε τον τύλιξε και την παντρεύτηκε.
Πολλά λεφτά, δυο και τρία φουστάνια την ημέρα άλλαζε, άσε τα χρυσαφικά της, η Άρτα με τα Γιάννενα. μη σου πω και η Θεσσαλία μαζί.
Και ρώταγε, και ξαναρώταγε για σένα. Βρε πολύ θα ήθελα να την δω αυτήν την κοπέλα, τι ωραία που περνούσαμε τότε μαζί.
Μη χέσω …ξέχασε τότε που τα έριξε σε κείνο το καλό παιδί από το διπλανό χωριό που σε αγαπούσε... Τώρα θέλει να σε δει. Καλό κορίτσι, πολύ καλό κορίτσι. μικρές ήσασταν τι μυαλό είχε τότε και αυτή?
Έλα, έλα να σου δείξω τι μου έφερε, χουβαρντού παιδί μου, ε… άμα τα έχεις…
Εγώ λοιπόν περνούσα και περνάω καλά με αυτούς τους ανθρώπους, γιατί με ξέρουν και τους ξέρω από τότε που γεννήθηκα, τους αγαπάω γιατί κρατούν ζωντανές τις μνήμες μου, και γιατί δεν διαφέρουν σε τίποτα από κάτι... δήθεν πολιτισμένους, που μετονόμασαν το κλασικό κουτσομπολιό σε… Κοινωνική κριτική.
Αλλά… μάλλον διαφέρουν σε κάτι… Αυτοί εδώ....είναι γνήσιοι…
Δεν θα σου την φέρουν πισώπλατα, άμα θέλεις να φυλαχτείς, ξέρεις από τι, και από ποιον, γιατί δεν ντύνονται την ψευτιά και την υποκρισία.
Περνάω καλά με αυτούς τους ανθρώπους γιατί άμα τους πω το πρόβλημα μου, θα δω τα μάτια τους να βουρκώνουν, και δεν θα πουν ότι τους πείραξε ο καπνός.
Τους αγαπώ γιατί όπως κι αν είμαι, για αυτούς είμαι εκείνο το κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια και τις φακίδες που έπαιζε με τα δικά τους παιδιά, η με τους ίδιους. Που μοιραστήκαμε την ίδια φέτα ψωμί με ζάχαρη και λάδι.
Που τινάζαμε τα δέντρα και ρουφούσαμε τα ξυλοκέρατα.... Που αδειάζαμε τις κολοκύθες και τους κάναμε μάτια και στόμα, τους ανάβαμε ένα κερί και πιστεύαμε πως τρομάζαμε τον κόσμο.
Τους αγαπώ... Γιατί με αγαπάνε. Γιατί τους γνωρίζω και δεν τους φοβάμαι.
Κυριακή 1 Ιουνίου 2008
Με ...αγαπάς είπες;
Ξεκινήσαμε το βράδυ το ταξίδι με τον μουτζουρι, και φτάσαμε χαράματα στη Θεσσαλονίκη.
Πηγαμε πρώτα στο σπίτι που με φιλοξενούσε μέχρι που κατεβηκα στην Αθήνα.
Η Νίτσα... η οικοδέσποινα. (άλλη θλιβερή ιστορία η δικιά της) μας περίμενε, ήπιαμε καφέ, τους άφησα το μωρό... Και...Ξεκίνησα... έτοιμη για όλα.
Hξερα τι με περίμενε, αλλά αυτό έπρεπε να το κάνω μόνη μου, Ε..δεν θα με σκότωνε κιόλας!
Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε την πόρτα... τη θέλεις εσύ εδώ; μας ντρόπιασες και έχεις μούτρα να έρχεσαι σε αυτό το σπίτι; να πας εκεί που έκανες τα αίσχη σου!
Μου έκλεισε την πόρτα!! Σε παρακαλώ μπαμπά... άνοιξε μου, να σου μιλήσω για λίγο και θα φύγω.
Παρακαλούσα εγώ να μου ανοίξει... έβριζε εκείνος από μέσα... Ήξερα όμως καλά τον μπαμπά μου... Ήξερα την αδυναμία που μου είχε.
Κάποια στιγμή μου άνοιξε, συνέχιζε να μου λέει πόσο τον ντρόπιασα, που δεν έχει μούτρα να βγει στην κοινωνία....έλεγε..φώναζε...έβριζε... Κουράστηκε κάποια στιγμή, και μπόρεσα να μιλήσω, σου ζητώ συγνώμη μπαμπά, ξέρω ότι δεν γίνανε τα πράγματα όπως θα έπρεπε, γίνανε όμως τώρα δεν αλλάζει αυτό, έχω ένα μωρό τώρα, είναι το εγγόνι σου, δεν θέλεις να το γνωρίσεις; και είμαι παντρεμένη τώρα ρε μπαμπά, ( έριξα και το τελευταίο μου χαρτί)
Είπα ... εξήγησα... ικέτεψα να με συγχωριση... να με δεχτεί με το παιδί στο σπίτι... Τίποτα!!!
Πείσμωσε, και δεν ήθελε να ακούσει, άκουγαν μονό τα αυτιά του, όχι η ψυχή του. Τσακίσου φύγε από δω...!!!
Σηκώθηκα να φύγω, τι θα κάνω θεέ μου; που θα πάω; τι με περιμένει; έσυρα τα βήματα μου ως την πόρτα... την άνοιξα... (εκείνος συνέχισε να με βρίζει και να μου λέει να μην ξαναπατησω το πόδι μου εκεί) κατεβηκα το πρώτο από τα τρία σκαλιά, και....
Και που είναι το μωρό τώρα; το άφησα στη Νίτσα με τη μαμά.
Τσακίσου να πας να το φέρεις!!!
Αχ... μπαμπά μου καλέ... γύρισα και έπεσα στη αγκαλιά του, (πάντα με ζέσταινε η αγκαλιά του) έκλαψα, έκλαψα όσο δεν είχα κλάψει όλων αυτόν τον καιρό.
Έβγαλα φτερά και πέταξα, πήρα το μωρό και πηγαμε σπίτι.
Την πήρε αγκαλιά... Την λάτρεψε, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωης του!!!
Άρχισα να ψάχνω να βρω που είναι ο...¨πατερας¨ Και... σύζυγος (Είχα και σύζυγο, τρομάρα μου.)
να τον ενημερώσω για τις αλλαγές της ζωης μας, και που θα μπορούσε να μας βρει αν ήθελε.
Τον βρήκα από τη στρατολογία, του έγραψα... πήρα ένα ψυχρό σημείωμα, και... το πήρα πια απόφαση!
Αυτός ο άνθρωπος... δεν θέλει να είναι κομμάτι της ζωή μας, ας εμφανιστεί όποτε θέλει να πάμε σε έναν δικηγόρο. του το έγραψα, και τέλος!
Όλα καλά λοιπόν! Είχα το μωρό μου... Είχα τους γονείς και τα αδέρφια μου...Τι άλλο ήθελα; Κυλούσαν οι μέρες ήρεμα, το μωρό μου, μου έδινε την ευτυχία, αυτή ήταν τα πάντα για μένα, και εγώ της έδινα όλα όσα είχα μέσα μου, ήταν ο ήλιος μου, το φεγγάρι μου, το συμπάν μου.
Εγώ και το μωρό μου!!! Χαλάλι όλα όσα πέρασα, τόσα και άλλα τόσα θα περνούσα αν χρειαζόταν, για να ζήσω αυτήν την ευτυχία, για να βλέπω αυτό το πλάσματα να μου χαμογελάει. Έτσι... πέρασαν έξη μήνες.
Και ένα βράδυ... χτύπησε το κουδούνι, άνοιξε ο μπαμπάς, από πίσω και η μαμά, άκουγα μες τον ύπνο μου ομιλίες έκπληκτες φωνές... κατάλαβα. κατάλαβα αλλά δεν μπορούσα να το πιστέψω. μπα, ίσως το βλέπω σε όνειρο.
Δεν ήταν όνειρο. ηρθε στο δωμάτιο η μαμά... ξύπνα... ηρθε ο........ άσε με ρε μαμά με τα χαζά σου, ώρα που τη βρήκες.. νυστάζω, άσε... ακούω τη φωνή του. θα την ξυπνήσω εγώ!!!
Πριν... ξυπνήσει εμένα, έσκυψε δίπλα στην κούνια, δεν ξέρω αν νοιώθουν τα μωρά... αλλά αυτή η σκατούλα... θαρρείς και ένοιωσε την παρουσία του, άνοιξε τα ματάκια της και του χαμογέλασε (έτσι έλεγε αυτός μετά) Κάθισε στο κρεβάτι και απαλά... γλυκά με ξύπνησε.
Άνοιξα τα μάτια, δεν ονειρευόμουν! Ήταν αυτός, και στο βλέμμα του έβλεπα μόνο αγάπη και τρυφερότητα ( ρε...σκεφτηκα, θα με τρελάνει αυτός) Περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας κουβεντιάζοντας, Για το τι έγινε, πως έγινε...και... τώρα; Τώρα θα ζήσουμε μαζι ευτυχισμένοι ειπε... μα.. αφού εσύ μου είπες...Αφού δεν με αγαπάς,...
Σε αγαπάω ρε χαζή, πάντα σε αγαπούσα... Τότε; γιατί όλα αυτά;!
Ηρθα στη... δική του θέση...κατανόησα... και...τον συγχώρησα!!!
Από κει και πέρα ζήσαμε στιγμές έντονου έρωτα και πάθους, που όμως πολύ φοβάμαι... ότι ποτέ δεν έγινε αγάπη από την πλευρά του.
Κάναμε και αλλα παιδιά. Όμως... εκείνος ποτέ δεν ήταν συνειδητοποιημένος, ποτέ δεν ένοιωσε έτοιμος να αναλάβει ευθύνες.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, ούτε έχει νόημα
Δεν είχε ζήση έλεγε τη ζωή του, και την ζούσε τώρα, μα ούτε και εγώ έζησα κάτι άλλο του έλεγα... δεν είναι το ίδιο, απαντούσε, εσείς οι γυναίκες ωριμάζετε πιο νωρις απο μας.
Ετσι... μάθαινα, ανακάλυπτα, σχέσεις με ...διάφορες φίλες φίλων, κλπ ( πολλές από τις περιπέτειες του, μου τις εξομολογούταν ο ίδιος)
Μετά από επτά χρόνια, σε μια από αυτές του τις σχέσεις... που φάνηκε να είναι κάτι περισσότερο από πήδημα, ένα ξημέρωμα που γύρισε σπίτι, Του είχα ετοιμάσει τα ρούχα του σε... μαύρες σακούλες σκουπιδιών, και μόλις άκουσα το αυτοκίνητο να σταματάει... άνοιξα την πόρτα και... μια μια της πετούσα στον δρομο.
Αρκετα είχα ανεχτεί, έχει και η μαλάκια τα όρια της.
Το μικρότερο παιδί μου ήταν δυο ετών!!!
Άντε κορίτσι μου... Μάζεψε πάλι τα κομμάτια σου, και προχώρα. Θα τα καταφέρουμε. Είσαι δυνατή εσύ, δεν φοβάσαι...Έχεις σκοπό στη ζωή σου, έχεις να μεγαλώσεις τρία παιδιά.
Μηηηηηηηηηηη...!
μην αρχίσεις τώρα να κλαψουρίζεις.
ΜΗ...!
ΔΕΝ...!
ΟΧΙ...!
ΚΡΑΤΑ..!
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ...!!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!!!!!
Έτσι έλεγα στον εαυτό μου κάθε φορά που πήγαινα να λυγίσω. και κράτησα!
Όσες φορές δεν με πείθανε τα..λογια μου... αφού έβαζα τα παιδιά για ύπνο, κουκουλωνόμουν κάτω από το πάπλωμα ( και τώρα το κάνω) και δάγκωνα τα χέρια μου για να μην ουρλιάζω.
Μεγαλώσαμε μαζί με τα παιδιά μου, ενωμένες σαν αγκαλιά, σαν γροθιά, καμια δυσκολία δεν στάθηκε ικανή να μας λυγίσει, οτι και να γινόταν εκει εξω...Εμεις είχαμε η μια την άλλη.
Σήμερα... Καμαρώνω τα τρία καταπληκτικά παιδιά μου, και είμαι μια περήφανη μάνα, και ευτυχισμένη γιαγιά!!!
Σαν σήμερα γέννησα το πρώτο μου παιδί.
Αυτό το ευλογημένο πλάσμα, που βρήκε από αυτήν την περιπέτεια.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΨΥΧΗ ΜΟΥ!!!!
Είμαι εδώ κοριτσάκι μου!! Πάντα θα είμαι εδώ!!!
Τρίτη 27 Μαΐου 2008
Σήμερα γάμος γίνεται....
Κουμπάρες,Δυο από τα κορίτσια της παρέας, η μια ήταν η κόρη της κ, Μ, και η άλλη φίλη της, αυτή η φιλία δεν έπρεπε να χαθεί έτσι...
Κουμπάρες λοιπόν. Και νονές του μωρού μου αργότερα... οι κοπέλες που στάθηκαν στο πλευρό μου σαν αδερφες, στις δυσκολότερες μέχρι τότε στιγμές της ζωης μου.
Και έφτασε η...¨Μεγαλη¨μερα.
Ξύπνησα το πρωί, όπως και όλες τις άλλες μέρες, δεν είχα δα... και να στολιστώ για νύφη, ένα τσουβάλι θα έριχνα πάνω μου. Οσο για κομμωτήριο και τα σχετικά, ούτε κουβέντα.
Δεν ήμουν ευτυχισμένη... δεν ήμουν δυστυχισμένη...Δεν ήμουν τίποτα! Δεν ήμουν εκεί...Δεν ήμουν εγώ!!!
Ηρθε η ώρα να πάμε στην εκκλησία, έκανα το σταυρό μου και ξεκίνησα.
Εκείνος ήταν εκεί, με τρία ροζ τριαντάφυλλα, σε πρόχειρο μπουκέτο. μπήκαμε στο εσωτερικό της εκκλησίας, και ο παπάς άρχισε το μυστήριο, εκείνη τη στιγμή δυο περιστέρια μπήκαν, και ήρθαν να ξαποστάσουν... το ένα, στον ώμο του γαμπρού, και το άλλο στον δικό μου, έγινε ένα σούσουρο από τους έτσι κι αλλιώς, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού παρευρισκομένους...(Απο τους δικούς του δεν ήρθε κανένας, και αποτους δικούς μου, μόνο η μαμά μου) γούρι γούρι.. θα ζήσουν ευτυχισμένα τα παιδιά. Το πίστεψα. Σκέφτηκα.. δεν είναι και κάτι που συμβαίνει σε όλους τους γαμους, συνέβη στον δικό μου, άρα είναι καλός αιωνός.
Τελείωσε το μυστήριο, και γυρίσαμε στο σπίτι...Πέρασε η υπόλοιπη μέρα...αμήχανα. Βαριά.
Στο δωμάτιο σε μια γωνιά οι λαμπάδες... τα στέφανα...στην άλλη οι μπομπονιέρες ( είχαμε και μπομπονιέρες …χα) στην παραπέρα το...¨Νυφικό¨ και παραδίπλα το γαμπριάτικο κουστούμι.
Νύχτωσε. Ξαπλώσαμε και μείς ως κανονικοί άνθρωποι ( όχι ως κανονικοί νεόνυμφοι) και... αρχίσαμε να μιλάμε, εγώ άρχισα δηλαδή, μπας και σπάσει ο πάγος (από τότε μου άρεσε να τα συζητώ όλα) είπα... εξήγησα...έκλαψα...λύγισα.
Με κοίταγε, με ένα βλέμμα που ποτέ δεν είχα ξαναδεί στα τρία σχεδόν χρόνια που τον ήξερα, βλέμμα σκοτεινό, άγνωστο. Με φόβισε αυτό το βλέμμα, και... μίλησε.
Ένα πράγμα να θυμάσαι!!!
Αυτό που μου έκανες θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά!!!
Το΄χω καλύτερα να πάω να πέσω από την ακρόπολη, παρά να ζήσω μαζι σου!!!
Μέσα από τα γεμάτα δάκρυα μάτια μου, ξεχώριζαν οι λαμπάδες.. οι μπομπονιερες..και μια σκέψη μόνο μου τρυπούσε το μυαλό.
Έτσι τον ονειρεύτηκα εγώ τον γάμο μου;
Αυτός ο γάμος μου άξιζε εμένα;
Προσπαθούσα να καταπιώ τους λυγμούς μου, μην ακούσει η μάνα μου που κοιμόταν σε ένα ράντζο στο χολ. τη χρώσταγε η έρμη να τα ζει αυτά;
Μια μάνα ήταν, που είχε όνειρα για την κόρη της. όνειρα απλά, απλοϊκά ίσως. Ένα καλό παιδί, να με αγαπάει και να με φροντίζει.
Όλη νύχτα!!!
Όλη τη νύχτα… εκείνος με έβριζε, και με απειλούσε, και οταν του τελειωναν οι λέξεις,μου εριχνε μια ξεγυρυσμένη τσιμπιά, γυρνώντας μου το δέρμα στροφή, δεν ήξερε πώς να ξεσπάσει το μίσος του.
Αυτός ο άνθρωπος που.... με¨αγαπούσε¨.Που έλεγε πόσο ευτυχισμένοι θα ζούσαμε κάποτε οι δυο μας.
Το πρωί, σηκώθηκα... (εκείνος είχε ήδη φύγει το ξημέρωμα, ότι.. πρέπει να μπει στο στρατόπεδο) με όλο μου το πρόσωπο πρησμένο, το κορμί μου πονούσε παντού από τις τσιμπιές.
Στο κουζίνα, ζαρωμένη στη γωνιά του τραπεζιού η μάνα μου, με κοίταξε, με μάτια κατακόκκινα, και κατάλαβα.
Τα είχε ακούσει όλα. Έκλαιγε και εκείνη μαζι μου όλη νύχτα.
Πέρασε η μέρα, όπως όπως...Και το βράδυ...Αίμα!
Νοσοκομείο επειγόντως!
Εισαγωγή... Ακινησία...Ενέσεις...Φάρμακα. Δεν έπρεπε να γεννήσω τώρα, έπρεπε να κλείσω τον όγδοο πάση θυσία.
Ο...¨Αγαπημένος¨μου...Άφαντος!
Περάσανε δέκα μέρες. και ένα απόγευμα… ξανά αίμα. με πήγαν οι γιατροί στο χειρουργείο για τη γέννα, είχα μπει πια στον ένατο.( ήταν κανονισμένη η γέννα μου για την επόμενη έτσι κι αλλιώς.) η μάνα μου είχε φύγει για Θεσσαλονίκη την επόμενη που μπήκα στο νοσοκομείο, γιατί δούλευε. η κ Μ ηρθε μια δυο φορές να με δει, είχε οικογένεια να φροντίσει η γυναίκα, και δεν ήταν και δίπλα. Ετσι ολομόναχη έζησα την πιο δύσκολη... αλλά συνάμα...την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωης μου.
Την γέννηση της Πρώτης μου κόρης!!!
Μια βδομάδα μετά που γυρίσαμε στο σπίτι, ηρθε ένα γράμμα από τον ¨μπαμπά¨ ( ο οποίος ήταν πια στον Έβρο με μετάθεση)
Έλεγε επί λέξη...Να Ζήσει το νεογέννητο!!!
Αυτό!!
Ξαναγύρισε η μαμά μου να με βοηθήσει στις πρώτες μέρες με το μωρό, και μόλις πήρα μισό σαράντισμα, τα μαζέψαμε, και πήγα μαζι της στη Θεσσαλονίκη.
Τώρα... είχα να αντιμετωπίσω άλλο θέμα.
Την αντίδραση του πατέρα μου, ( που είχε δηλώσει στη μάνα μου ότι αν βρεθώ μπροστά του... θα με τσακίσει) και που το μόνο που ήξερε ήταν... ότι έχω ένα μωρό... και ότι παντρεύτηκα πριν μερικές μέρες, τα πώς... και τα γιατί... ακόμα δεν ξέρω πως του τα μπάλωσε η μάνα μου αλλά... Είναι μια άλλη ιστορία.
Σάββατο 24 Μαΐου 2008
Εξομολογήσεων συνέχεια…Πλησιάζοντας η ώρα του… χαμένου ονείρου!
Τόπε και τόκανε….
Κάτι είχε στο μυαλό της, αλλά δεν τόλεγε. Ώσπου μια μέρα, μου λέει : Ντύσου. Θα πάμε κάπου. Που; Ρωτάω εγώ. Στο στρατόπεδο ….απαντάει ! Και τότε μου αποκαλύπτει πως ο διοικητής του στρατοπέδου, ήταν συγγενής της. Μια και δυό ..πάμε στο στρατόπεδο. Εγώ ήμουν αρκετά φοβισμένη, και ντρεπόμουν κιόλας γι αυτή την εξέλιξη. Μπαίνουμε στο γραφείο του διοικητή, τρεμάμενη εγώ, και η ‘ γυναίκα ‘ του λέει : To και το . Τον φωνάζει λοιπόν ο διοικητής, και τον ρωτάει : την ξέρεις αυτή την κοπέλα; Ναι την ξέρω κύριε διοικητά. Για πες μου, το παιδί που θα γεννήσει είναι δικό σου; Δεν ξέρω, κύριε διοικητά. Και γιατί τότε η κοπέλα λέει πως είναι δικό σου; Μμμμ…να… κύριε διοικητά θέλει να με παντρευτεί. Δε μου λες, λέει ο διοικητής, έχεις 100 δραχμές στην τσέπη σου; Όχι κύριε διοικητά. Τότε γιατί αυτή η πανέμορφη κοπέλα να θέλει να παντρευτεί εσένα; Που είσαι απένταρος. Θα μπορούσε να πει πως το παιδί είναι ενός πλούσιου, και να παντρευτεί ένα πλούσιο άντρα. Κόκαλο αυτός. Και αναγκάζεται να πει την αλήθεια. Ναι κύριε διοικητά….δικό μου είναι το παιδί. Βγείτε λοιπόν, έξω να μιλήσετε, και πήγαινε στο χωριό σου, έχεις τρεις μέρες άδεια, να βγάλεις όλα τα χαρτιά για να γίνει ο γάμος. (Όλα αυτά... μπροστά μου.) Ενοιωθα ντροπή και αηδία. Ντροπή για τη θέση που βρισκόμουν, και αηδία για εκείνον.
Που πήγε η περηφάνια μου; Τι κάνω εγώ εδώ; Θέλω να φύυυυυγωωωωωωωωωωωωω………………….
Έμεινα όμως. Έμεινα και έζησα τον εξευτελισμό ως το τέλος.
Βγήκαμε έξω, και μου λέει : Γιατί τόκανες αυτό; Γιατί…δεν μου άφησες άλλη επιλογή, απάντησα. Θα μου το πληρώσεις αυτό, να το θυμάσαι, μου είπε.
Πήγε έβγαλε ότι χρειαζόταν και γύρισε.
Σε μία βδομάδα , οι τελευταίες προετοιμασίες του γάμου τελείωσαν.….τι προετοιμασίες δηλαδή; Δεν θα γινόταν, δα, και κάνας γάμος γεμάτος όνειρα και λουλούδια… όμως όπως και να το κάνεις, ένας γάμος θα ήταν….γι αυτό, η ‘ μεγάλη αυτή γυναίκα ‘,( η κυρία Μ θα την αποκαλώ.) έψαξε … βρήκε όλες τις φίλες της, τους μίλησε,
και όλες μαζί ετοιμάζανε τον γάμο. Όμως γαμπρός και νύφη έβλεπαν με άλλο μάτι, όλα αυτά. Ο ένας αρνιόταν να λάβει μέρος στην…¨καταδίκη¨ του… και η άλλη,…εγώ δηλαδή,…τα είχε χαμένα.
Εγώ δεν ήμουν σε θέση να νοιώσω, αν έπρεπε να χαίρομαι η να λυπάμαι. Κι αν όλα αυτά που γινόντουσαν ήταν σαν να ζούσα σε ένα όνειρο η σε ένα εφιάλτη! Τα έβλεπα σα θεατής, λες και αφορούσαν κάποια άλλη.
Γιατί εγώ… είχα ονειρευτεί τον γάμο μου, όπως κάθε κορίτσι και κάθε νέα γυναίκα, ονειρεύεται , σαν την πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου, γεμάτη χαρά, κι αγάπη.
Είχε κατέβει και η μαμά μου, και παρακολουθούσε και αυτή τα γεγονότα, γιατί οι …δραστήριες κυρίες με αρχηγό την κυρία Μ… δεν άφηναν χώρο για κανέναν άλλο. Το είχαν πάρει όλες προσωπικά, πράγμα που με παραξένευε λίγο, αλλά δεν θέλω να πω κάτι πάνω σ' αυτό. Θα τα κάνανε αυτές όλα τέλεια, για να μην έχει να πει κουβέντα ο…¨γαμπρός¨, σαν αυτή που μου είπε εχθές : Κοίτα…-εγώ δεν θα κοιμηθώ εδώ μετά το γάμο. Και το είπε με το βλοσυρό ύφος που είχε πια υιοθετήσει μόνιμα για μένα ‘ ο αγαπημένος μου ‘. Γιατί; Ρώτησα…Γιατί… δεν χωράμε σε αυτό το μονό κρεβατάκι μου απάντησε , και το έβρισκε πολύ φυσικό.
Το είπα εγώ το…καρφί, στημ κυρία Μ… και… σε δυο ώρες υπήρχε στο δωμάτιο διπλό κρεβάτι (Καινούριο παρακαλώ…χωρίς τα κομοδίνα...αλλά τι σημασία είχε;) Δεν ξέρω πως από το πουθενά βρέθηκε επιπλοποιός, ο οποίος χάρισε το κρεβάτι… κοσμηματοπώλης, τις βέρες… και.. οίκος νυφικών… μπομπονιέρες, λαμπάδες (χωρίς το νυφικό γιατί… κόντευα να κλείσω τον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης μου, το νυφικό θα με μάρανε;…Έτσι… η κυρία Μ, βρήκε κάπου στο σπίτι της καταχωνιασμένο ένα ροζ ύφασμα… και μου έραψε στο τσακ ένα φόρεμα ( για την ακρίβεια δεν μπορούσε να το πει κανείς και φόρεμα ακριβώς!…πιο πολύ με τσουβάλι έμοιαζε…)
Τη στιγμή που οι δυο μανάδες μου βρισκόταν στο κοσμηματοπωλείο για να πάρουν τις βέρες… μπήκε μέσα μια νέα γυναίκα, πελάτισσα, η οποία άκουσε όλη την ιστορία αυτού του γελοίου γάμου…που διηγούταν οι μάνες μου στον κοσμηματοπώλη… και ρώτησε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες, και ότι θέλει να γνωρίσει αυτό το κορίτσι. Την φέρανε μαζί τους στην επιστροφή… και τότε γνώρισα αυτήν την υπέροχη κοπέλα που έκανε τόσα πολλά για μένα στη συνέχεια. Από φτωχή οικογένεια και η ίδια, είχε την τύχη να παντρευτεί έναν εξαιρετικό άντρα, και πολύ πολύ πλούσιο.
Μου είπε ότι θα είναι δίπλα μου σε ότι χρειαστώ, και ότι το σπίτι της ( παλάτι ήταν, δεν ήταν σπίτι) θα ήταν ανοιχτό για μένα οπότε ήθελα. Την επόμενη μέρα στάλθηκαν από κείνη.. δυο βαλίτσες- μπαούλα- πράγματα για το σπίτι. Σεντόνια, πετσέτες. κλπ προικιά… και…κρεβατάκι για το μωρό, πορτ μπεμπέ… ρουχαλάκια…και άλλη μια προίκα για το μωρό μου.
Μας κάλεσε στο σπίτι της για…τσάι..( είχα… ξαναπιεί και στο χωριό μου… τσάι σαλονάτο εγώ…χα!) και μου δήλωσε ότι δεν έχω να φοβάμαι τίποτα για τη γέννα μου, γιατί μίλησε με τον γιατρό της, και θα αναλάβει αυτός τον τοκετό. Της είπα ότι δεν φοβάμαι, και ότι δεν χρειαζόταν να γίνει αυτό, αλλά εκείνη το είχε ήδη αποφασίσει.
Και φτάσαμε αισίως ...χα! στην παραμονή του γάμου λοιπόν…
Κυριακή 18 Μαΐου 2008
Η μεγάλη ψυχή μιας γυναίκας
Να το τελειώσω αυτό, γιατί... ακόμα σαν ανοιχτή πληγή που την ξύνεις και αιμορραγεί μοιάζει.
Στην Αθήνα... έξη μηνών έγκυος.
Φεύγοντας από το στρατόπεδο η ζωή μου φαινόταν σα να μου χαμογελούσε ξανά.
Όλα θα παίρνανε το δρόμο τους, και εγώ θα γεννούσα το παιδί μου ήρεμη και ποιός ξέρει; Ίσως ευτυχισμένη με τον αγαπημένο μου να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και να με κοιτά με μάτια που λάμπουν από ευτυχία, για αυτό το δώρο που μοιραζόμαστε, το παιδί μας.
Δεν με ένοιαζε πια που το μονό σεντόνι όσο και αν το δίπλωνα στα δυο, δεν με ζέσταινε τις κρύες ακόμα νύχτες του Μάρτη.
Μια παρέα παιδιών, φίλοι της φοιτήτριας συγκατοίκου μου, γίνανε και δικοί μου φίλοι, κάτι παραπάνω από φίλοι, φύλακες άγγελοι, καθημερινά περνούσαν πολλές ώρες μαζι μου, ελεύθερα ξένοιαστα παιδιά, περνούσαν μέρες και βράδια μαζί μου συζητώντας, και δεν έβγαιναν να διασκεδάσουν, πώς να ξεχάσω! Αυτά τα υπέροχα πλάσματα; Οι γονείς τους θελήσανε να γνωρίσουνε αυτό το κορίτσι από τη Θεσσαλονίκη, που ο άντρας της ήταν φαντάρος στην...Κρήτη ( έτσι τους είπανε τα παιδιά τους, φοβούμενα ότι αν τους έλεγαν ότι αυτό το κορίτσι θα γεννήσει ένα νόθο, θα τους απαγόρευαν να έρχονται πια. (Βλέπεις...ήμουν το κακό παράδειγμα)
Με αγάπησαν και οι γονείς, και προσπαθούσαν να δώσουν απάντηση στα ερωτηματικά που αυτόματα γεννηθήκαν, βλέποντας που, και πως ζω (ρωτώντας τα παιδιά, και εκείνα ψέμα στο ψέμα, μην τυχόν και ξεφύγει η αλήθεια, και χάσουμε αυτή την υπέροχη σχέση που είχαμε δημιουργήσει μέρα τη μέρα)
Μια μάνα όμως... επέμενε, διαισθανόταν ίσως, και ρώταγε και ξαναρώταγε τις κόρες της, και πότε απολύεται ο άντρας της κοπέλας; Και που; Και πως... και γιατί...μα καλά γιατί δεν έχει ούτε τα απαραίτητα; Γιατί είναι φτωχή απαντούσαν εκείνες. Μα... ποσό φτωχή πιά; Δεν είχε μια κουβέρτα στην προίκα της; Μου έστειλε κουβέρτα. Με καλούσε κάθε μεσημέρι για φαγητό στέλνοντας πότε το ένα κορίτσι πότε το άλλο, ποτέ δεν πήγα, ντρεπόμουν. Άρχισε να έρχεται μόνη της για να με πάρει, (πότε έβρισκα τη μια δικαιολογία πότε την άλλη για να μην πάω) γιατί κορίτσι μου δεν έρχεσαι; Γιατί διστάζεις; Εγώ σαν κόρη μου σε βλέπω, έχω δυό, και εσύ είσαι η τρίτη, δε με λυπάσαι να πηγαινοέρχομαι μεγάλη γυναίκα;
Τη λυπόμουν. Μα πιο πολύ την ντρεπόμουν.
Ντρεπόμουν που την κορόιδευα, και που εξ αιτίας μου την κορόιδευαν και τα παιδιά της.
Έτσι ένα μεσημέρι που είχε έρθει πάλι να με πάρει, δεν άντεξα.
Της είπα όλη την αλήθεια. Ήξερα πια, είχα καταλάβει, ότι η αλήθεια μου δεν θα ήταν λόγος να χαθούμε με τα παιδιά, αυτή η γυναίκα όχι, δεν θα το έκανε αυτό, αυτή η γυναίκα ήταν... ¨Μεγάλη γυναίκα¨
Όσο διηγόμουν εγώ την αλήθεια μου, τα δικά της μάτια με κόπο προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα που ανέβαιναν όλο και πιο επίμονα.
Όταν τελείωσα, αυτή η μεγάλη γυναίκα, αυτός ο μεγάλος άνθρωπος, ήρθε κοντά μου με τα χέρια ανοιχτά σε αγκαλιά, με έσφιξε γερά, ζεστά.
Γιατί κορίτσι μου δεν έλεγες τίποτα τόσο καιρό; Ντρεπόμουν.
Τι ντρεπόσουν παιδί μου; Εσύ πρέπει να ντρέπεσαι; Εσύ πρέπει να έχεις ψηλά το κεφάλι, εσύ κορίτσι μου είσαι η ζωή.
Και... που είναι τώρα αυτός; Της είπα ότι ακόμα περιμένω... πέρασε η μια βδομάδα, πέρασε δεύτερη, τρίτη, πέμπτη, πέρα από δυό τηλεφωνήματα ζοχαδιασμένα, δεν είχα νέα του, Α... και ένα τηλεφώνημα από τον μεγάλο του αδερφό, έλα βρε...τι να παντρευτείτε τώρα; Τι νυφικό θα βάλεις με την κοιλιά στο στόμα; Άσε να γεννήσεις πρώτα, και μετά γίνεται ο γάμος, και αναγνωρίζεται και το παιδί...να προλάβουν και οι δικοί μου να ετοιμαστούν...
Λες; Ναι μωρέ... ας γεννήσω πρώτα καλά λες.
Τα διηγήθηκα όλα αυτά στην δεύτερη μαμά μου... και... ούρλιαζε.
Παιδί μου; ποσό αφελής μπορεί να είσαι; Δεν κατάλαβες ότι πάνε να σου τη φέρουν; Άμα γεννήσεις σιγά μη σε παντρευτεί.
Ε... άμα το κάνει αυτό... τι να κάνω εγώ; Εγώ του είπα...
Λοιπόν! Σε μια εβδομάδα θα είσαι παντρεμένη. Δεν θα τον αφήσω εγώ αυτόν να αλωνίζει και εσύ να τραβάς του Χριστού τα πάθη. Έχει και αυτός ευθύνη και αφού δεν εννοεί να την αναλάβει, Θα του δείξω εγώ... πόσα απίδια χωράει ο σάκος.
Σάββατο 17 Μαΐου 2008
Αντε βρέ...Καλά στέφανα.
Περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες, εκεί που κρυμμένη από όλους και όλα,θλιβερά, μονότονα, με χρόνο για πολύ σκέψη. Σκέψη για το μέλλον, όχι το δικό μου,εγώ θα είχα το παιδί μου.
Με πόναγε βέβαια που εγκατέλειψα της σπουδές μου, αλλά το να γίνω μάνα ήταν για μένα πιο σημαντικό ακόμα και από αυτο, την πιο μεγάλη αγάπη της ζωης μου, το θέατρο.
Ούτε με ένοιαζε το...ποιος θα με πάρει με ένα παιδί, και μάλιστα εκτός γάμου, και...(χεσμένους τους είχα όλους όσους θα λέγανε, να.. κοίτα αυτήν, έκανε παιδί χωρίς να είναι παντρεμένη, ποιος ξέρει τι πουτάνα είναι.θα ξέρει άραγε και ποιανού είναι το παιδί; Γιατί αν ήξερε, θα τον έπαιρνε κιόλας) Το παιδί όμως;
Τι χρώσταγε να πληρώσει όλη αυτή τη σκληρότητα;
Αφού... η ¨έντιμη¨ και θεάρεστη κοινωνία μαστιγώνει ότι ξεφεύγει από το καλούπι, και δεν της είναι αρεστό.
Θα πάει στο σχολείο, και θα το δαχτυλοδείχνουνε, να το μπάσταρδο! Αν είναι αγόρι, θα πάει στο στρατό, ο μπάσταρδος που υπηρετεί την πατρίδα (η πατρίδα τον δέχτηκε να την υπηρετεί, δεν φρόντισε όμως να τον βοηθήσει να μεγαλώσει όπως όλα τα άλλα παιδιά, χωρίς το στίγμα του μπαστάρδικου, δεν έκανε νόμους για να το προστατέψει)
Όχι! Το παιδί μου δεν θα τα περάσει αυτά!
Το παιδί μου θα έχει όνομα!!!Το όνομα του πατέρα του!!!
Ναι ρε... αγάμητες καριόλες, ξέρω ποιος είναι ο πατέρας του.
Ένα βράδυ, που η μάνα μου είχε έρθει να με δει, της δήλωσα!
Αύριο θα κατέβω στην Αθήνα.
Τι να κάνεις στην Αθήνα κορίτσι μου; Θα πάω να παντρευτώ!
Μα... αφού αυτός... Εγω, θα πάω και θα τον βρώ.
Θα αναγνωρίσει το παιδί του θέλει δε θέλει!Και που θα τον βρεις; Αυτός είναι φαντάρος τώρα.Θα τον βρω. Δεν ξέρω που αλλά θα τον βρω!!!
Τι να σου πω παιδάκι μου, κάνε ότι σε φωτίσει ο θεός. ( ο θεός, για την ακρίβεια ο παπάς, είναι η αιτία που η μάνα μου στάθηκε κοντά μου τότε, γιατί όταν έμαθε ότι ήμουν έγκυος, το πρώτο πράγμα που έκανε μετά το σοκ, ήτανε να πάει στον πνευματικό της, και να τον συμβουλευτεί. Και αυτός της είπε...
Το παιδί θα το κράτηση. Θα τη βοηθήσεις να το κράτηση!Δεν θα την κάνεις φόνισσα.
Γιατί το κρίμα θα είναι πάνω σου, εκείνη είναι παιδί.Όχι ότι θα έκανα έκτρωση, αν η μάννα μου έλεγε να την κάνω...)
Ξεκίνησα την άλλη μέρα, αποφασισμένη να ψάξω κάτω από κάθε πέτρα για να τον βρω, δεν ήξερα τι θα έκανα το μόνο που ήξερα ήταν ότι το παιδί μου θα είχε το όνομα που του ανήκει.
Γύρισα όλα τα στρατόπεδα της αττικής -ήξερα ότι κάπου εκεί ήταν- στο τελευταίο, και με τις ελπίδες μου σμπαραλιασμένες τον βρήκα.
Εντύπωση μου έκανε η αντιμετώπιση του, είχαμε να συναντηθούμε 4 μήνες, ερχόμενος προς εμένα κοντοστάθηκε με κοίταξε από πάνω ως κάτω, στάθηκε στην κοιλιά μου, και με πήρε αγκαλιά. Τόσο απλό ήταν; Λες να μετάνιωσε και να με έψαχνε, για να μου πει ότι με αγαπάει και θέλει να μεγαλώσουμε μαζι το παιδί μας, αλλά δεν ήξερε που να με βρει;
Σιγά κι μη! Το κράτησες τελικά ε;
Γιατί σου κάνει εντύπωση; Δεν σου το είχα πει; Ναι, αλλά δεν το πίστεψα ότι θα το έκανες. Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Ρώτησε. Άκουσε...Δεν με ενδιαφέρει να σε παντρευτώ για να ζήσουμε μαζί αν δεν ενδιαφέρει και σένα, και υστέρα από τη συμπεριφορά σου, εκείνο που θέλω είναι το παιδί μου να μη γεννηθεί νόθο,γι'αυτό βρες τη λύση.Και πια είναι αυτή;
Είναι... να παντρευτούμε τη μια μέρα, και την άλλη να κάνουμε αίτηση διαζυγίου ( δεν ξέρω, αλλά τότε νομίζω δεν γινόταν αναγνώριση του παιδιού από τον πατέρα χωρίς γάμο, έτσι ήξερα τότε τουλάχιστον)αλλιώς...
Καλά, δώσε μου λίγο χρόνο, καμιά βδομάδα, να μιλήσω στους δικούς μου, να τους προετοιμάσω.
Πάρε τον χρόνο σου, και έλα να με βρεις όταν όλα είναι εντάξει.
Θα επανέρθω, με τα καθέκαστα του πιο γελοίου γάμου που έγινε ποτέ.
Δευτέρα 12 Μαΐου 2008
Εξομολογήσεις
Ήμουν δεν ήμουν, δεκαεπτά.
Δεν κατάλαβα τίποτα, πήγα στο γιατρό για κάτι ενοχλήσεις που είχα, ούτε πήγε εκεί το μυαλό μου. Έγκυος... λέει ο γιατρός, τριών μηνών έγκυος.
Τίποτα δεν είχα καταλάβει το ζώων. Δεκαεπτά παρά κάτι χρόνων παιδί...
Τι ευτυχία ένιωσα θεέ μου.... θα κάνω μωρό!Ένα δικό μου μωρό!! Θα το ταΐζω, θα το πλένω, θα το παίζω, και θα το λατρεύω. Θα του δώσω όλα όσα εμένα μου στέρησαν.
Μέχρι εκεί!Ούτε καν πέρασαν από το νου μου οι δυσκολίες που θα συναντούσα μπροστά μου, σιγά μη με ένοιαζε.
Εγώ θα γινόμουν μανούλα!!!
Χμμμμ, Βγαίνοντας από το ιατρείο στο δρόμο χοροπήδαγα. Κυριολεκτικά χοροπήδαγα.
Μπήκα στο πρώτο μαγαζί με παιδικά που βγήκα μπροστά μου, και ξόδεψα τα λιγοστά μου λεφτουδάκια αγοράζοντας ζιπουνάκια, δεν υπήρχαν τότε τα ολόσωμα φαρμάκια.
Μετά... πήγα στον ΄μπαμπα΄και τον ενημέρωσα!Και τι θέλεις να γίνει τώρα; Ρώτησε...
Να παντρευτούμε, είπα... Είσαι τρελή;
Εγώ έχω στρατιωτικό μπροστά μου, να πας να το ρίξεις, έχουμε καιρό να κάνουμε παιδιά. Χρειαζόταν να ακούσω κάτι άλλο; ξεκίνησα για την πορτα,Την άνοιξα, πριν βγω του είπα...Δεν θα ξαναρθώ, εσύ να ξέρεις όμως ότι αυτό το παιδί θα γεννηθεί.
Έπρεπε να βρω συμπαράσταση από κάπου, από που αλλού λοιπόν αν όχι από τους γονείς μου; Το είπα στη μαμά μου, η οποία, όσο και αν ήταν σκληρή μαζί μου, σε Κανά δυο σοβαρές περιπτώσεις στη ζωή μου όπως αυτή... θα ήμουν αχάριστη αν έλεγα ότι δεν μου συμπαραστάθηκε. Ο πατέρας μου το έμαθε μετά που γέννησα.
Με έκρυψε σε μια γνωστή της η μάννα μου με χίλιες δυο δικαιολογίες για τον πατέρα μου.Μέχρι πέντε μηνών εμφανιζόμουν στο σπίτι, μετά ήταν επικίνδυνο να το καταλάβει και ίσως είχαμε τραγωδίες. Πέσανε τότε δίπλα μου από το πουθενά, γιατροί, μαίες, οικογένειες.
Να το δώσεις το παιδί. Είναι δύσκολη η ζωή, δεν θα τα καταφέρεις μόνη σου με ένα παιδί...Σκέψου εκείνο, το καλό του, αν το δώσεις, θα μεγαλώσει καλά, με ανέσεις που δεν θα έχει κοντά σου και... μπλα... μπλα... μπλα....
Βρε άντε.... να γαμηθείτε που θα μου πάρετε το παιδί μου!!!
Ήμουν δεκαεπτά παρά....Άπορη, Χωρίς δραχμή στην τσέπη, χωρίς σπίτι χωρίς... χωρίς...χωρίς....Στον έβδομο μήνα κατέβηκα στην Αθήνα.
Μάρτιο μήνα σκεπαζόμουν με ένα σεντόνι μόνο. Το άλλο το έκανα κουρτίνα.
Κρύωνα!!! Έτρωγα μπισκότα, αυτά μπορούσα να αγοράσω με τα ψιλά που μπορούσε η μάννα μου να μου δίνει από το υστέρημα της.
Γέννησα ολομόναχη!!!
Όταν συνήρθα από τη νάρκωση, και πήγα να δω το παιδί μου στο θάλαμο έξω από το τζάμι, ξέσπασα σε λυγμούς, μια λέξη επαναλάμβανα.Κοριτσάκι μου!!!
Το κοριτσάκι αυτό, είναι μεγάλη γυναίκα πια, όμορφη, τρυφερή, δυνατή, είναι το κορίτσι αυτό που πάλεψε για να γίνει μανούλα.
Ποτέ!
Ούτε στιγμή δεν έχω μετανιώσει για την απόφαση που πήρα τότε, κοριτσάκι στα δέκα επτά παρά κάτι. Με όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα, που...( γεμίζουν δέκα τόμους.)
Ούτε μια στιγμή δεν το μετάνιωσα!!!
Το παιδί μου δεν γεννήθηκε εκτός γάμου.
Δώδεκα μέρες πριν γεννήσω παντρεύτηκα τον πατέρα της.
Μεγάλη ιστορία...
Αυτό το μετάνιωσα!!!
Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008
Μη βγαίνεις...Μη φοράς αυτά τα ρούχα που όλα τα δείχνουν, Να είσαι σεμνή, Μη μιλάς, Μη γελας,Μην περπατας ετσι.Μην κοιτας τους αντρες στα ματια, Γίνε νοικοκυρά
Αυτά θα είναι η προίκα σου, όταν βρεθεί ένα καλό παιδί να σε παντρευτεί.
Έτσι μεγάλωσα, αυτό άκουγα πάντα.
Να βρω ένα... καλό παιδί και να "ανοίξω" σπιτικό.
Από τα δώδεκα μου άρχισαν οι γαμπροί να στέλνουν προξενήτρες και προξενητές.
Άλλος τη μάνα του, άλλος τη θεία του, άλλος... τον περιπτερά.....Δεν φαινόμουν τόσο, ήμουν γυναίκα, μια μικρή δροσερή, όμορφη γυναίκα εξωτερικά.
Η μανούλα βιαζόταν να με ξεφορτωθεί!
Και στα δώδεκα με αρραβώνιασε.
Στις… όποιες αντιρρήσεις μου… ( που για να λέμε την αλήθεια δεν ήταν πολλές- γιατί οπουδήποτε αλλού θα ήταν καλύτερα από κει) Πρόβαλε πάντα το γνωστό νανούρισμα.
Ναι...νανούρισμα.
Είμαστε φτωχοί ποιος θα σε πάρει;
Μην κλωτσάς μια τέτοια τύχη, τα χρόνια περνάνε,{τα ...χρόνια περνάνε! Ήμουν ...12!!!
Δέχτηκα να παίξω το ρόλο της αρραβωνιασμένης, οπως έπαιζα κρυφτό, και τις κουμπάρες με τις φίλες μου.
Όταν δεν άντεχα άλλο το ρόλο της μικροαραβωνιασμένης κατέβηκα από τη σκηνή.
Το τι επακολούθησε με την μανούλα είναι απερίγραπτο, φωνές , ψυχολογικοί εκβιασμοί, του τύπου... εσύ θα με πεθάνεις,Πουτάνα θέλεις να καταντήσεις;
Εμ… βέβαια έτσι που πάς ...Εκεί θα καταλήξεις...Κατάρες και πολλές τέτοιες μητρικές τρυφερότητες.
Το είδα σαν ευκαιρία όλο αυτό να πραγματοποιήσω το Όνειρο μου...
Έτσι κι" αλλιώς το μεγάλο μπάμ έγινε...
Έδωσα εξετάσεις και πέρασα ως εξαιρετικό ταλέντο.
Μπήκα στη δραματική σχολή.
Ήμουν ευτυχισμένη.
Αυτό όμως... Τρέλαινε την μανούλα.
Πως τολμούσα;πως είχα το θράσος να νιώθω ευτυχισμένη, με κάτι που ούτε να διανοηθεί δεν ήθελε;
Η κόρη της θεατρίνα, Δηλαδή…Πουτάνα.
Το έλεγε αυτή... αυτό το κορίτσι δεν θα κατέληγε καλά, και νάτο!
Μόνο ποτέ θα πεθάνει δεν ξέρει, το έλεγε...
Εγώ όμως ζούσα το Όνειρο, διάβαζα ρόλους. Πραγματικούς ρόλους!
Επαιζα ρόλους, αληθινούς!!!
Μαγευόμουν!!! Και μάγευα!!!
Ώσπου... γνώρισα εκείνον!
Τον έρωτα!
Και ώσπου... σε λίγο, μια καρδούλα χτυπούσε παράλληλα με τη δική μου.
Το δίλημμα...
Η εγώ και το θέατρο...
Η το παιδί και εγώ!
Δύσκολη απόφαση...
Βαριά απόφαση...
Ήθελα όμως, την τρυφερότητα που πλημμύριζε και ξεχείλιζε μέσα μου, χωρίς ποτέ να βρει διέξοδο να την προσφέρω,να την βγάλω...να την ακουμπήσω κάπου, και νά ¨ναι για πάντα.
Ήθελα τα χέρια μου να δώσουν το χάδι που δεν πήρα.
Το παιδί μου,και εγώ λοιπόν!!!
Αντίο όνειρα...
Αυτά θα είναι η προίκα σου, όταν βρεθεί ένα καλό παιδί να σε παντρευτεί.
Έτσι μεγάλωσα, αυτό άκουγα πάντα.
Να βρω ένα... καλό παιδί και να "ανοίξω" σπιτικό.
Από τα δώδεκα μου άρχισαν οι γαμπροί να στέλνουν προξενήτρες και προξενητές.
Άλλος τη μάνα του, άλλος τη θεία του, άλλος... τον περιπτερά.....Δεν φαινόμουν τόσο, ήμουν γυναίκα, μια μικρή δροσερή, όμορφη γυναίκα εξωτερικά.
Η μανούλα βιαζόταν να με ξεφορτωθεί!
Και στα δώδεκα με αρραβώνιασε.
Στις… όποιες αντιρρήσεις μου… ( που για να λέμε την αλήθεια δεν ήταν πολλές- γιατί οπουδήποτε αλλού θα ήταν καλύτερα από κει) Πρόβαλε πάντα το γνωστό νανούρισμα.
Ναι...νανούρισμα.
Είμαστε φτωχοί ποιος θα σε πάρει;
Μην κλωτσάς μια τέτοια τύχη, τα χρόνια περνάνε,{τα ...χρόνια περνάνε! Ήμουν ...12!!!
Δέχτηκα να παίξω το ρόλο της αρραβωνιασμένης, οπως έπαιζα κρυφτό, και τις κουμπάρες με τις φίλες μου.
Όταν δεν άντεχα άλλο το ρόλο της μικροαραβωνιασμένης κατέβηκα από τη σκηνή.
Το τι επακολούθησε με την μανούλα είναι απερίγραπτο, φωνές , ψυχολογικοί εκβιασμοί, του τύπου... εσύ θα με πεθάνεις,Πουτάνα θέλεις να καταντήσεις;
Εμ… βέβαια έτσι που πάς ...Εκεί θα καταλήξεις...Κατάρες και πολλές τέτοιες μητρικές τρυφερότητες.
Το είδα σαν ευκαιρία όλο αυτό να πραγματοποιήσω το Όνειρο μου...
Έτσι κι" αλλιώς το μεγάλο μπάμ έγινε...
Έδωσα εξετάσεις και πέρασα ως εξαιρετικό ταλέντο.
Μπήκα στη δραματική σχολή.
Ήμουν ευτυχισμένη.
Αυτό όμως... Τρέλαινε την μανούλα.
Πως τολμούσα;πως είχα το θράσος να νιώθω ευτυχισμένη, με κάτι που ούτε να διανοηθεί δεν ήθελε;
Η κόρη της θεατρίνα, Δηλαδή…Πουτάνα.
Το έλεγε αυτή... αυτό το κορίτσι δεν θα κατέληγε καλά, και νάτο!
Μόνο ποτέ θα πεθάνει δεν ξέρει, το έλεγε...
Εγώ όμως ζούσα το Όνειρο, διάβαζα ρόλους. Πραγματικούς ρόλους!
Επαιζα ρόλους, αληθινούς!!!
Μαγευόμουν!!! Και μάγευα!!!
Ώσπου... γνώρισα εκείνον!
Τον έρωτα!
Και ώσπου... σε λίγο, μια καρδούλα χτυπούσε παράλληλα με τη δική μου.
Το δίλημμα...
Η εγώ και το θέατρο...
Η το παιδί και εγώ!
Δύσκολη απόφαση...
Βαριά απόφαση...
Ήθελα όμως, την τρυφερότητα που πλημμύριζε και ξεχείλιζε μέσα μου, χωρίς ποτέ να βρει διέξοδο να την προσφέρω,να την βγάλω...να την ακουμπήσω κάπου, και νά ¨ναι για πάντα.
Ήθελα τα χέρια μου να δώσουν το χάδι που δεν πήρα.
Το παιδί μου,και εγώ λοιπόν!!!
Αντίο όνειρα...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)