Μια έπεφτε, μια ανέβαινε ο πυρετός. Ένας πυρετός που τυραννούσε το μικροκαμωμένο κορμάκι του, το βασάνιζε. Μόνο τα μάτια του έλαμπαν και φώτιζαν το χλωμό προσωπάκι του. Λες και ήθελαν να φανερώσουν την δύναμη που είχε για επιβίωση. Πεισματάρικο μωρό. Ήρθε για να μείνει! Σε λίγες μέρες οι θέρμες έφυγαν, το σπυρί σιγά σιγά άρχισε να υποχωρεί,αφήνοντας σημάδι στη μάνα και στο παιδί. στο ίδιο ακριβώς σημείο, το ίδιο ακριβώς σημάδι. Αυτό, γαντζωμένο στο βυζί της μάνας του, ρουφούσε την ρόγα της λαίμαργα, να χορτάσει, να μεγαλώσει, να μην ξαναρρωστήσει.
Πέρασαν οι σαράντα μέρες της λοχείας, εκείνη ντύθηκε το μοναδικό καλό της φουστάνι... "έντυσε" το μωρό της με καινούριες φασκιές, και κίνησε όλο καμάρι να πάνε να πάρουν την ευχή. Ήταν η πρώτη βόλτα που έκαναν μαζί. Αυτή και η κόρη της. το στήριγμα και η ελπίδα της.
Όλα έγιναν βιαστικά μα καθώς έπρεπε να γίνουν. Είχαν αργήσει. Δεν μπορούσαν να αναβάλουν άλλο την αναχώρηση. Οι περισσότερες οικογένειες του χωριού είχαν φύγει εδώ και αρκετές μέρες. Είχαν ήδη εγκατασταθεί στο βουνό. Ο πατέρας και ο παππούς είχαν ετοιμάσει το τσαρδάκι, είχαν κουβαλήσει τα απαραίτητα και περίμεναν την οικογένεια να μαζευτεί εκεί. Τα καπνά δεν μπορούσαν να περιμένουν.
Έτσι γινόταν κάθε χρόνο, μια ζωή. Τον Ιούνιο φορτωνόταν τα κάρα με τα απαραίτητα και στήνανε τα νοικοκυριά τους στα τσαρδάκια στον Αντριανό, ένα λόφο, γιατί βουνό δεν μπορείς να το πεις. Το κάνανε αυτό γιατί ήταν μακριά από το χωριό και επειδή ένα ποτάμι που ήταν ανάμεσά τους, όταν κατέβαζε νερό, δεν μπορούσε κανένας να περάσει απέναντι. Άσε που ήταν γεμάτο ρουφήχτρες και φίδια. Νερόφιδα. Πολλά νερόφιδα. Θαρρείς και ο τόπος αυτός τα γεννούσε. Ακόμα και σήμερα. Όσοι είχαν χωράφια εκεί πάνω, αυτό κάνανε και ένας μικρός συνοικισμός δημιουργούνταν κάθε καλοκαίρι. Εκεί μεταφέρονταν και η δραστηριότητα του χωριού. Ποια δραστηριότητα δηλαδή. Δουλειά από τα χαράματα ίσα με την νύχτα. Χαράματα ξεκινούσαν τα κάρα για να πάνε στο "σπάσιμο" πριν βγει ο ήλιος. Δεν είναι αστείο πράγμα το να καλλιεργείς καπνό Τα καπνά έπρεπε να τα μαζέψουν πριν τα δουν οι αχτίνες του. Έπρεπε να είναι "ζωντανά". Ένα χωριό, μια γειτονιά, μια οικογένεια. Χρειαζόταν ο ένας τον άλλο για να επιβιώσουν σε εκείνες στης άγριες συνθήκες. Και αν υπήρχε κάτι που στο χωριό τους απομάκρυνε, το άφηναν πίσω τους. Εκεί πάνω ξεχνιόταν. Και ο καθένας ήταν έτοιμος να απλώσει το χέρι του στον άλλο, να τον βοηθήσει, να τον στηρίξει.
Μάζεψε τα λιγοστά τους ρούχα και ανέβηκαν στο κάρο. Εκείνη κρατώντας το μωρό αγκαλιά, η γιαγιά που είχε μείνει πίσω μαζί της και η αδελφή της που ήρθε από το. αρχοντοχώρι να βοηθήσει την φουκαριάρα την αδελφή της. "Αχ. κάηκε το κορίτσι μου εκεί που έπεσε", έλεγε η μάνα τους και έστειλε την μικρή να βοηθήσει. Δεν μπορούσε η γριά να το χωνέψει. Αλλιώς τα λογάριαζε, αλλιώς της ήρθανε. Φτάσανε αργά το μεσημέρι και μέχρι να ταχτοποιηθούν σουρούπωσε. Από την άλλη μέρα άρχιζε σκληρή δουλειά! Ιούνιος. Ιούλιος.
Τότε ήταν που έγινε το κακό. Ήρθε η φωτιά. Πήρε φωτιά το τσαρδάκι, λαμπάδιασε. Σε δευτερόλεπτα. Μια αναμμένη γκαζιέρα αναποδογύρισε. Δεν ήθελε πολύ να πάει παντού. Σε όλο το βιός. "Το παιδί! Σώστε το παιδί". Όρμισε μέσα από τα φλογισμένα πλατανόφυλλα και τους κορμούς ο πατέρας φωνάζοντας απελπισμένα, άρπαξε το βρέφος που είχε μελανιάσει από τους καπνούς και κάνοντας το σώμα του ασπίδα το έβγαλε στο φως. Στη ζωή. Προσπαθούσαν με κουβάδες οι γείτονες να σβήσουν τη φωτιά μπας και σωθεί κάτι από το νοικοκυριό. Μάταιο.
Και τότε ήταν σαν ν' άνοιξαν τα ουράνια. Νερό. Πολύ νερό. Βροχή. Σαν να θύμωσε ο Θεός. Μια μπόρα που τράνταξε το σύμπαν. Και αυτοί εκεί έξω. Με το μωρό αγκαλιά. Στην μέση του πουθενά.
Συνεχίζεται ...
Πέρασαν οι σαράντα μέρες της λοχείας, εκείνη ντύθηκε το μοναδικό καλό της φουστάνι... "έντυσε" το μωρό της με καινούριες φασκιές, και κίνησε όλο καμάρι να πάνε να πάρουν την ευχή. Ήταν η πρώτη βόλτα που έκαναν μαζί. Αυτή και η κόρη της. το στήριγμα και η ελπίδα της.
Όλα έγιναν βιαστικά μα καθώς έπρεπε να γίνουν. Είχαν αργήσει. Δεν μπορούσαν να αναβάλουν άλλο την αναχώρηση. Οι περισσότερες οικογένειες του χωριού είχαν φύγει εδώ και αρκετές μέρες. Είχαν ήδη εγκατασταθεί στο βουνό. Ο πατέρας και ο παππούς είχαν ετοιμάσει το τσαρδάκι, είχαν κουβαλήσει τα απαραίτητα και περίμεναν την οικογένεια να μαζευτεί εκεί. Τα καπνά δεν μπορούσαν να περιμένουν.
Έτσι γινόταν κάθε χρόνο, μια ζωή. Τον Ιούνιο φορτωνόταν τα κάρα με τα απαραίτητα και στήνανε τα νοικοκυριά τους στα τσαρδάκια στον Αντριανό, ένα λόφο, γιατί βουνό δεν μπορείς να το πεις. Το κάνανε αυτό γιατί ήταν μακριά από το χωριό και επειδή ένα ποτάμι που ήταν ανάμεσά τους, όταν κατέβαζε νερό, δεν μπορούσε κανένας να περάσει απέναντι. Άσε που ήταν γεμάτο ρουφήχτρες και φίδια. Νερόφιδα. Πολλά νερόφιδα. Θαρρείς και ο τόπος αυτός τα γεννούσε. Ακόμα και σήμερα. Όσοι είχαν χωράφια εκεί πάνω, αυτό κάνανε και ένας μικρός συνοικισμός δημιουργούνταν κάθε καλοκαίρι. Εκεί μεταφέρονταν και η δραστηριότητα του χωριού. Ποια δραστηριότητα δηλαδή. Δουλειά από τα χαράματα ίσα με την νύχτα. Χαράματα ξεκινούσαν τα κάρα για να πάνε στο "σπάσιμο" πριν βγει ο ήλιος. Δεν είναι αστείο πράγμα το να καλλιεργείς καπνό Τα καπνά έπρεπε να τα μαζέψουν πριν τα δουν οι αχτίνες του. Έπρεπε να είναι "ζωντανά". Ένα χωριό, μια γειτονιά, μια οικογένεια. Χρειαζόταν ο ένας τον άλλο για να επιβιώσουν σε εκείνες στης άγριες συνθήκες. Και αν υπήρχε κάτι που στο χωριό τους απομάκρυνε, το άφηναν πίσω τους. Εκεί πάνω ξεχνιόταν. Και ο καθένας ήταν έτοιμος να απλώσει το χέρι του στον άλλο, να τον βοηθήσει, να τον στηρίξει.
Μάζεψε τα λιγοστά τους ρούχα και ανέβηκαν στο κάρο. Εκείνη κρατώντας το μωρό αγκαλιά, η γιαγιά που είχε μείνει πίσω μαζί της και η αδελφή της που ήρθε από το. αρχοντοχώρι να βοηθήσει την φουκαριάρα την αδελφή της. "Αχ. κάηκε το κορίτσι μου εκεί που έπεσε", έλεγε η μάνα τους και έστειλε την μικρή να βοηθήσει. Δεν μπορούσε η γριά να το χωνέψει. Αλλιώς τα λογάριαζε, αλλιώς της ήρθανε. Φτάσανε αργά το μεσημέρι και μέχρι να ταχτοποιηθούν σουρούπωσε. Από την άλλη μέρα άρχιζε σκληρή δουλειά! Ιούνιος. Ιούλιος.
Τότε ήταν που έγινε το κακό. Ήρθε η φωτιά. Πήρε φωτιά το τσαρδάκι, λαμπάδιασε. Σε δευτερόλεπτα. Μια αναμμένη γκαζιέρα αναποδογύρισε. Δεν ήθελε πολύ να πάει παντού. Σε όλο το βιός. "Το παιδί! Σώστε το παιδί". Όρμισε μέσα από τα φλογισμένα πλατανόφυλλα και τους κορμούς ο πατέρας φωνάζοντας απελπισμένα, άρπαξε το βρέφος που είχε μελανιάσει από τους καπνούς και κάνοντας το σώμα του ασπίδα το έβγαλε στο φως. Στη ζωή. Προσπαθούσαν με κουβάδες οι γείτονες να σβήσουν τη φωτιά μπας και σωθεί κάτι από το νοικοκυριό. Μάταιο.
Και τότε ήταν σαν ν' άνοιξαν τα ουράνια. Νερό. Πολύ νερό. Βροχή. Σαν να θύμωσε ο Θεός. Μια μπόρα που τράνταξε το σύμπαν. Και αυτοί εκεί έξω. Με το μωρό αγκαλιά. Στην μέση του πουθενά.
Συνεχίζεται ...