Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντί - Παραμύθι.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντί - Παραμύθι.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

..... Αντί - Παραμύθι ... Συνέχεια ...

Μια έπεφτε, μια ανέβαινε ο πυρετός. Ένας πυρετός που τυραννούσε το μικροκαμωμένο κορμάκι του, το βασάνιζε. Μόνο τα μάτια του έλαμπαν και φώτιζαν το χλωμό προσωπάκι του. Λες και ήθελαν να φανερώσουν την δύναμη που είχε για επιβίωση. Πεισματάρικο μωρό. Ήρθε για να μείνει! Σε λίγες μέρες οι θέρμες έφυγαν, το σπυρί σιγά σιγά άρχισε να υποχωρεί,αφήνοντας σημάδι στη μάνα και στο παιδί. στο ίδιο ακριβώς σημείο, το ίδιο ακριβώς σημάδι. Αυτό, γαντζωμένο στο βυζί της μάνας του, ρουφούσε την ρόγα της λαίμαργα, να χορτάσει, να μεγαλώσει, να μην ξαναρρωστήσει.

Πέρασαν οι σαράντα μέρες της λοχείας, εκείνη ντύθηκε το μοναδικό καλό της φουστάνι... "έντυσε" το μωρό της με καινούριες φασκιές, και κίνησε όλο καμάρι να πάνε να πάρουν την ευχή. Ήταν η πρώτη βόλτα που έκαναν μαζί. Αυτή και η κόρη της. το στήριγμα και η ελπίδα της.
Όλα έγιναν βιαστικά μα καθώς έπρεπε να γίνουν. Είχαν αργήσει. Δεν μπορούσαν να αναβάλουν άλλο την αναχώρηση. Οι περισσότερες οικογένειες του χωριού είχαν φύγει εδώ και αρκετές μέρες. Είχαν ήδη εγκατασταθεί στο βουνό. Ο πατέρας και ο παππούς είχαν ετοιμάσει το τσαρδάκι, είχαν κουβαλήσει τα απαραίτητα και περίμεναν την οικογένεια να μαζευτεί εκεί. Τα καπνά δεν μπορούσαν να περιμένουν.

Έτσι γινόταν κάθε χρόνο, μια ζωή. Τον Ιούνιο φορτωνόταν τα κάρα με τα απαραίτητα και στήνανε τα νοικοκυριά τους στα τσαρδάκια στον Αντριανό, ένα λόφο, γιατί βουνό δεν μπορείς να το πεις. Το κάνανε αυτό γιατί ήταν μακριά από το χωριό και επειδή ένα ποτάμι που ήταν ανάμεσά τους, όταν κατέβαζε νερό, δεν μπορούσε κανένας να περάσει απέναντι. Άσε που ήταν γεμάτο ρουφήχτρες και φίδια. Νερόφιδα. Πολλά νερόφιδα. Θαρρείς και ο τόπος αυτός τα γεννούσε. Ακόμα και σήμερα. Όσοι είχαν χωράφια εκεί πάνω, αυτό κάνανε και ένας μικρός συνοικισμός δημιουργούνταν κάθε καλοκαίρι. Εκεί μεταφέρονταν και η δραστηριότητα του χωριού. Ποια δραστηριότητα δηλαδή. Δουλειά από τα χαράματα ίσα με την νύχτα. Χαράματα ξεκινούσαν τα κάρα για να πάνε στο "σπάσιμο" πριν βγει ο ήλιος. Δεν είναι αστείο πράγμα το να καλλιεργείς καπνό Τα καπνά έπρεπε να τα μαζέψουν πριν τα δουν οι αχτίνες του. Έπρεπε να είναι "ζωντανά". Ένα χωριό, μια γειτονιά, μια οικογένεια. Χρειαζόταν ο ένας τον άλλο για να επιβιώσουν σε εκείνες στης άγριες συνθήκες. Και αν υπήρχε κάτι που στο χωριό τους απομάκρυνε, το άφηναν πίσω τους. Εκεί πάνω ξεχνιόταν. Και ο καθένας ήταν έτοιμος να απλώσει το χέρι του στον άλλο, να τον βοηθήσει, να τον στηρίξει.

Μάζεψε τα λιγοστά τους ρούχα και ανέβηκαν στο κάρο. Εκείνη κρατώντας το μωρό αγκαλιά, η γιαγιά που είχε μείνει πίσω μαζί της και η αδελφή της που ήρθε από το. αρχοντοχώρι να βοηθήσει την φουκαριάρα την αδελφή της. "Αχ. κάηκε το κορίτσι μου εκεί που έπεσε", έλεγε η μάνα τους και έστειλε την μικρή να βοηθήσει. Δεν μπορούσε η γριά να το χωνέψει. Αλλιώς τα λογάριαζε, αλλιώς της ήρθανε. Φτάσανε αργά το μεσημέρι και μέχρι να ταχτοποιηθούν σουρούπωσε. Από την άλλη μέρα άρχιζε σκληρή δουλειά! Ιούνιος. Ιούλιος.

Τότε ήταν που έγινε το κακό. Ήρθε η φωτιά. Πήρε φωτιά το τσαρδάκι, λαμπάδιασε. Σε δευτερόλεπτα. Μια αναμμένη γκαζιέρα αναποδογύρισε. Δεν ήθελε πολύ να πάει παντού. Σε όλο το βιός. "Το παιδί! Σώστε το παιδί". Όρμισε μέσα από τα φλογισμένα πλατανόφυλλα και τους κορμούς ο πατέρας φωνάζοντας απελπισμένα, άρπαξε το βρέφος που είχε μελανιάσει από τους καπνούς και κάνοντας το σώμα του ασπίδα το έβγαλε στο φως. Στη ζωή. Προσπαθούσαν με κουβάδες οι γείτονες να σβήσουν τη φωτιά μπας και σωθεί κάτι από το νοικοκυριό. Μάταιο.

Και τότε ήταν σαν ν' άνοιξαν τα ουράνια. Νερό. Πολύ νερό. Βροχή. Σαν να θύμωσε ο Θεός. Μια μπόρα που τράνταξε το σύμπαν. Και αυτοί εκεί έξω. Με το μωρό αγκαλιά. Στην μέση του πουθενά.


Συνεχίζεται ...

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Αντί - Παραμύθι ... Συνέχεια ...

Ήσυχο μωρό,βολικό. το κλάμα του ακουγόταν μόνο όταν πεινούσε, η είχε λερωθεί. Εκείνη ... για πρώτη φορά ίσως στη ζωή της, ένοιωθε ευτυχισμένη. Είχε κάτι δικό της.Κάτι που την έκανε να ονειρεύεται, να βλέπει τη ζωή της πιο... υποφερτή. Φρόντιζε το κορίτσι της με αφοσίωση.

Εκεί... σε μια κουζίνα, πέρναγαν οι μέρες και η νύχτες όλες.εκεί έκαιγε μέρα νύχτα το τζάκι τους χειμώνες, μέχρι αργά την άνοιξη. Δυο βήματα στα αριστερά, ο μεγάλος νεροχύτης από μωσαϊκό, χτισμένος θαρρείς στον τοίχο από τις δυο πλευρές του. σε ένα καρφί στη μια γωνία και ένα στην άλλη, δεμένο και καλά τεντωμένο ένα λάστιχο, περασμένο μέσα από ένα λουλουδάτο ύφασμα, κάλυπτε σουρωτά το κάτω μέρος, κρύβοντας την κατσαρόλα το τηγάνι, το λάδι κλπ ... κρεμασμένα στον τοίχο πάνω από το νεροχύτη, τρία ράφια με πλαϊνά, βαμμένα γαλάζια. "σήκωναν" όλο το νοικοκυριό. 3-4 πιάτα, 5-6 ποτήρια, μια κανάτα, μερικά πιρούνια και κουτάλια. Δίπλα κρεμασμένο το φανάρι. πράσινο κυπαρισσί βαμμένο, εκτελούσε χρέη ... ψυγείου). Στην άλλη πλευρά απέναντι από το τζάκι, ένα μεγάλο ντιβάνι, και στον τοίχο μια πολύχρωμη βελούδινη μπάντα με παραστάσεις από άλλες εποχές. στη μέση του δωματίου ένας σοφράς, που εκεί έτρωγαν καθισμένοι στις κουρελούδες. εκεί ανοίγονταν τα φύλα για τις πίτες, και τα πισία. Μια συρταριέρα ξύλινη από την άλλη πλευρά, και λίγο πιο πέρα η ξυλόσομπα, συμπλήρωνε τη διακόσμηση αυτού του λιτού, μα συνάμα τόσο ζεστού, και πεντακάθαρου πολυδωματίου.

Μια, μια οι γειτόνισσες, με ένα πιάτο λαγγίτες (λουκουμάδες) στα χέρια, ερχόταν νωρίς το απογευματάκι να ευχηθούν τη λεχώνα. μετά τη δύση του ήλιου δεν πατούσε κανένας. η λεχώνα ούτε έξω από το κατώφλι δεν περνούσε. μην τη βρει κακιά ώρα (σαράντα μέρες δεν έβγαινε από το σπίτι της καμιά λεχώνα τότε).

Τα βράδια αργά ... άκουγε φασαρία μεγάλη να έρχεται από τη σάλα. άνθρωποι πολλοί. μιλούσαν γελούσαν, πηγαινοέρχονταν ... θεέ μου, τι θα βρω το πρωί εκεί μέσα; αναρωτιόταν τρομοκρατημένη, "ήξερε τι ήταν" ( αφού ... είχε πρώτα ρωτήσει, τον κουνιάδο και τη συννυφάδα της,και τη διαβεβαίωσαν πως δεν ήταν αυτοί, (και την ενημέρωσαν για το ... τι ήταν αυτό) - πριν τρεις μήνες είχε γεννήσει και εκείνη ένα κοριτσάκι- μοιραζόταν το ίδιο σπίτι, τέσσερα δωμάτια και μια μεγάλη σάλα ήταν το σπίτι, από δυο το κάθε ζευγάρι, και η σάλα κοινή.
Το πρωί... όλα ήταν στη θέση τους.

(Πολλές ιστορίες για φαντάσματα άκουσε σε αυτό το σπίτι, όλοι κάτι είχαν δει. να... εκεί ακριβώς κάτω από την άσπρη μουριά, εκεί ήταν κάθε βράδυ ένας μεγάλος "άνθρωπος" φύλακας πιστός. φύλαγε τις ... "λίρες". πολλά κιούπια με λίρες χρυσές λέει ... την ήμερα γίνεται φίδι, και το βράδυ παιρνει μορφή ανθρώπου.
Άκουγε και στο δικό της χωριό τέτοια ... αλλά ποτέ δεν είχε δει η ίδια κάτι).

Ένα βράδυ όμως ...κάποιος από ... "αυτούς" που συμμετείχε στον πανικό της σάλας, μπήκε στο δωμάτιο που κοιμόταν η οικογένεια. εκείνη μόνο, ήταν ξυπνητή. τον είδε ξαφνικά μπροστά της. ήταν τεράστιος. άγγιζε σχεδόν το ταβάνι. άσχημος και άγριος. στεκόταν εκεί ακίνητος κοιτάζοντας την κατάματα. προσπάθησε να θυμηθεί μια από τις πολλές προσευχές που ήξερε, τίποτα. μπερδευόταν όλα μες το μυαλό της. προσπάθησε να σηκωσει το χέρι της, να κάνει το σταυρό της, μα εκείνο δεν υπάκουε, στεκόταν εκεί παράλυτο. πόσες ώρες πέρασαν; πόσοι αιώνες; καποια στιγμή κατάφερε να ψιθυρίσει μια προσευχή, να κάνει το σταυρό της. Το πρωί, όλα ήταν τακτοποιημένα στη θέση τους όπως πάντα. Εκείνη όμως, ψηνόταν στον πυρετό.
Σύρθηκε μέχρι την κούνια, να θηλάσει το μωρό της, και τότε είδε ένα μεγάλο σπυρί ανάμεσα στα στήθια της. πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. ζεματούσε. ούτε κοιμόταν, ούτε ξυπνητό ήταν. σταλιά γάλα δεν βύζαξε. προσπάθησε να το αλλάξει, άρχισε να ξετυλίγει τη βρεγμένες φασκιές και τότε ... στο ίδιο ακριβώς σημείο, το ίδιο ακριβώς σπυρί με το δικό της είχε και το μωρό. φώναξε την πεθερά της, μητέρα τρέξε ... το χάνω το παιδί! έτρεξε αλαφιασμένη η γιαγιά. Στα γρήγορα ... με την πείρα μάνας που μεγάλωσε 5 παιδιά ... έτρεξε, έφερε τη σκάφη, γέμισε νερό και βούτηξε μέσα το μισοπεθαμένο μωρό.
σε λίγο έστειλε και φώναξαν τη μαμή ...


Συνεχίζεται ...

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Αντί - Παραμύθι.






Μια φορά κι έναν καιρό … σ’ ένα μικρό χωριό την πιάσανε πόνοι γέννας την πρωτομάνα.
Άλογα έσερναν τα κάρα με τους εργάτες, να πάνε στα παρνίκια να τραβήξουν φυτά, να τα τοποθετήσουν προσεχτικά σα μωρά σε τελάρα, για να πάνε μετά να τα φυτέψουν στο χωράφι. Εποχή φυτείας του καπνού.
Στο χωράφι ήταν χθες κι αυτή, με την κοιλιά στο στόμα.
Άμαθη από αγροτιά , βλαστήμαγε την τύχη της που την έριξε σε αυτό το καπνοχώρι.
Όμορφη και ντελικάτη. Από φτωχή οικογένεια, αλλά στο δικό της το χωριό δεν διανοούνταν να βγει η γυναίκα στη δουλειά, και ειδικά στα χωράφια.
Πως και πως το περίμενε η νιόπαντρη κοπελιά το πλάσμα που θα στήριζε την δύστυχη και μίζερη ζωή της.
Αφού … ο γάμος της δεν ήταν όπως τον προσδοκούσε και για διαζύγιο τότε ούτε κουβέντα …
Αυτός … ομορφάντρας, ήταν πραγματικός άρχοντας , καθότι Μικρασιάτης γιος μεγαλοκτηματία . αλλά, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Της τον προξενέψανε και τον πήρε με μισή καρδιά, τον ... αούτο !!!
Αναρωτιόμουν πάντα, το λόγο που δέχτηκε να κάνει ένα γάμο που ποτέ δεν θέλησε. ( Αλλά ... τι λέω; μπορούσε να κάνει και διαφορετικά; δεν είχαν δικαίωμα επιλογής οι νιές στα χωριά, τότε.)

Ήταν … «αρχόντισσα», κρατούσε από ... τζάκι, και έπεσε , κατά τη γνώμη της, σε κατώτερη φαμίλια. Ενώ ... στο ‘αρχοντικό χωριό της ‘ (μη χέσω) ήξεραν από υδρομασάζ και τζακούζι , είχαν επίγνωση του ζην και του ευ ζην οι μπουρτζόβλαχοι!!!
Εδώ, ο χαλές( τούρκικος) ήταν σε κάποια απόσταση από το σπίτι και αν την έπιανε έκτακτη μεταμεσονύχτια ανάγκη , βλαστήμαγε την τύχη της και φυσικά τον "αούτο" που έλαχε στο διάβα της.

Εύκολη γέννα. βιαζόταν αυτό το παιδί, να δει όλα τα χρώματα της άνοιξης, να μυρίσει όλες της της ευωδιές, να ζήση. Η νύχτα, έφευγε ... γλυκοχάραζε ...
Κορίτσι. Να σας ζήσει,ακούστηκε η φωνή της μαμής και σε λίγο το έδωσε στην αγκαλιά της λεχώνας. Εκείνη, ευτυχισμένη, (μέσα της λαχταρούσε να γεννήσει κορίτσι) το κοίταξε στα μάτια γεμάτη προσδοκία, λέγοντας πολλά, χωρίς ... μιλιά !
‘Εσύ, θα εκπληρώσεις τα όνειρα μου.
Εσύ,θα είσαι το στήριγμά μου στη ζωή. Εσύ η παρηγοριά μου.
Από σένα θα αντλώ δύναμη να αντέξω τη ζωή που δεν διάλεξα.’
Θεέ μου … !!!
Πόσο μεγάλο βάρος για την ψυχή ενός τόσο μικρού πλάσματος…..


Συνεχίζεται …